Καθώς παίζουν οι ζουρνάδες και τα κλαρίνα κι ακούμε τα λόγια της χαράς και του πόνου, της
αγάπης και του αγώνα, τότε ποίηση, ιστορία και πολιτισμός εναρμονίζονται στο μυαλό και
στην ψυχή μας και γίνονται ένα. Τα δημοτικά μας τραγούδια δημιουργήματα απαράμιλλης
τέχνης καθώς οικονομούν το μέγιστο μες στο ελάχιστο μπορούνε και χωράνε μέσα σε λίγους
δεκαπεντασύλλαβους τον κόσμο της καθημερινότητας και του ηρωισμού ενός ολόκληρου
λαού με ατομικό και ομαδικό φρόνημα ελευθερίας, με την παλληκάρια και τη φιλοσοφία του
για τη ζωή και τον θάνατο.
Ο χριστιανισμός καθώς και άλλες θρησκείες, δοξασίες και ιδεαλιστικές θεωρίες δίνουν στη
ζωή αξία, στο βαθμό που αποβλέπει μέσα από τη θέωση του ανθρώπου, δηλαδή την
επανένωσή του με το θείο, στη μακαριότητα και στην παντοτινή ευτυχία της μετά θάνατο ζωής.
Ο θάνατος, δηλαδή, δεν είναι κάτι αφ’ εαυτού αρνητικό ούτε η ζωή κάτι αφ’ εαυτής αγαθό. Η
ζωή είναι το τάλαντο που δίνει ο Θεός στον άνθρωπο, στο χέρι του οποίου είναι να το
αξιοποιήσει με τρόπο που θα τον φέρει κοντά στο Θεό – δημιουργό του, ώστε να απολαύσει τη
μετά θάνατο αιωνιότητα. Καθώς μάλιστα η πραγματική ζωή αρχίζει μετά την έξοδό του από το
φθαρτό του σώμα, από τη ζωική – βιολογική του ύπαρξη, ο θάνατος τελικά γίνεται η σωτηρία
και η λύτρωση απ’ όλους τους φυσικούς, βιολογικούς, κοινωνικούς καταναγκασμούς της
γήινης ζωής. Έτσι για το χριστιανικό ιδεολόγημα η ζωή αποτελεί μια μεταβατική επώδυνη
κατάσταση, ένα συνεχές γύμνασμα και μια σταθερή άσκηση για το θάνατο.
Στο βασικό αυτό θεολογικό άξονα ότι δηλαδή η ζωή από μόνη της δεν αξίζει τίποτε, ο λαός
που έζησε σ αυτόν τον τόπο φύλαξε την αρχαία ελληνική αίσθηση τελείως ανεπηρέαστη από
τη χριστιανική εσχατολογία.
Στην ποίηση και στα τραγούδια του δεν υπάρχει ανταμοιβή του ευτυχισμένου τέλους για τους
καλούς. Δεν υπάρχει κόλαση και παράδεισος. Ούτε ευτυχισμένοι και δυστυχισμένοι νεκροί.
Υπάρχει ο πάνω και ο κάτω κόσμος. Οι νεκροί, αφήνουν πίσω τους τον” απάνω κόσμο” με τις
χαρές και τις ομορφιές του και χωρίς να ξεχωρίζονται σε καλούς και κακούς, σημαντικούς και
άσημους, χωρίς καμμιά αξιολογική και ηθοπλαστική διάκριση πάνε στον “κάτω κόσμο”, στον
Άδη, που είναι μαύρος κι αραχνιασμένος, που αποτελεί την απόλυτη δυστυχία, το απόλυτο
κακό. Κι από εκεί δε διαφαίνεται ούτε λυτρωμός ούτε διέξοδος για τις βασανισμένες ψυχές,
που σα σκιές περιφέρονται αιώνια χωρίς ελπίδα, χωρίς σκοπό.
Πολλά από τα μοιρολόγια και τα τραγούδια του κάτω κόσμου καθώς θρηνούν το χαμό του
νεκρού ψάλλουν συγχρόνως τις ομορφιές της Άνοιξης και της φύσης:
” Δε σόπρεπε, δε σόμοιαζε στη γη κρεβατοστρώση
μον σόπρεπε, μον σόμοιαζε
στου Μάη το περιβόλι,
ανάμεσα σε δυο μηλιές, σε
τρεις νερατζοπούλες,
να πέφτουν τ άνθη απάνω σου,
τα μήλα στην ποδιά σου,
τα κρεμεζογαρούφαλα
τριγύρω στο λαιμό σου.”
Το ίδιο και στο συμπυκνωμένο δίστιχο, που λέγεται πως το τραγούδησε ο Αθανάσιος
Διάκος, όταν τον οδηγούσαν στο μαρτύριο:
” Για δες καιρόν που διάλεξε ο
Χάρος να σε πάρει,
τώρα π’ ανθίζουν τα κλαριά
και βγάζει η γης χορτάρι.”
Μοιρολόγια και τραγούδια του Χάρου μετασχηματίζονται από θρήνο για το θάνατο σε
διθυραμβικό ύμνο για τη ζωή.
“Βλέπω το χάρο πούρχεται
καβάλα στ άλογό του
Με γέλασαν τα πουλιά,
της Άνοιξης τ αηδόνια.
Με γέλασαν και μου ‘πανε
ποτές πως δεν πεθαίνω.”
Στα δημοτικά μας τραγούδια ό,τι περισσότερο κυριαρχεί είναι η λαμπρή εικόνα της φύσης
σε συνάρτηση με την ευδαιμονία των ζωντανών. Είναι εικόνες παλικαριών και κοριτσιών που
λάμπουνε από ομορφιά και σφρίγος ζωής στο χορό, στο σεργιάνι, στο όργωμα και στον
τρύγο.. Μια ολόκληρη βιοθεωρία, στην οποία ο θάνατος δεν έχει θέση. Ναι μεν
αναπόφευκτος, όμως γεγονός άδικο, ακατανόητο και ασύλληπτο για τη λαϊκή ψυχή, που δεν
μπόρεσε ποτέ να εξοικειωθεί με την αραχνιασμένη και αποκρουστική του ιδέα.
” Για πες μου τι του γύρεψες ευτού του κάτου κόσμου;
Ευτού βιολιά δεν παίζουνε, νταούλια δεν βαρούνε,
ευτού συν δυο δεν περπατούν, συν τρεις δε κουβεντιάζουν.”
Οι ήρωες της λαϊκής μας μούσας, καθώς βρίσκονται πάντα στην ακμή της νιότης τους, δεν
μπορούν να φανταστούν άλλο λόγο της ύπαρξής τους σ αυτόν τον κόσμο, παρά μόνο τη
χαρά, τον έρωτα, τη δουλειά μέσα σε μια φύση γλυκειά και συνεργάσιμη, την ελευθερία, τελικά
την ίδια τη ζωή στην ομορφιά του καθημερινού της αγώνα.
” Χαρείτε νιοι, χαρείτε νιες
και η μέρα ολοβραδιάζει.
Τράβα το χορό κι ας πάει
μαύρη γη θε να μας φάει!”
Όταν διαβάζουμε αυτούς τους στίχους δεν μπορούμε παρά να σκεφθούμε πόσο κοντά σ
αυτή την αντίληψη ζωής και θανάτου βρισκόταν και ο ομηρικός άνθρωπος, που απερίφραστα
με το στόμα του μέγιστου ήρωα των Αχαιών Αχιλλέα διακήρυσσε, πως χίλιες φορές καλύτερα
να βλέπει το φως του ήλιου κι ας είναι δούλος σε φτωχό αφέντη παρά στον κάτω κόσμο και
άρχοντας των νεκρών ψυχών.
Στα τραγούδια του χάρου αλλά και σ όλα τα είδη της δημοτικής μας ποίησης ο λόγος για το
θάνατο γίνεται μόνο για τη δόξα της ζωής. Δεν υπάρχει ο θάνατος παρά μόνο ως το αντίθετο
της ζωής με την έννοια που το σκοτάδι είναι το αντίθετο από το φως.
“Ο κάτω κόσμος είναι κακός
γιατί δεν ξημερώνει
γιατί δεν κράζει ο πετεινός
δεν κελαηδεί τ αηδόνι
Εκεί νερό δεν έχουσι
και ρούχα δε φορούσι
μόνο καπνό μαειρεύουσι
και σκοτεινά δειπνούσι
Είναι οι νιοι ξαρμάτωτοι
κι οι νιες ξεστολισμένες
και των μανάδων τα παιδιά
σα μήλα ραβδισμένα.”
Ο λαϊκός καλλιτέχνης στην κάθε του έκφραση -τραγούδι, χορός, ζωγραφιά- αντιτάσσει την
αισιόδοξη θέση του για μια ζωή που την κέρδισε και τη νέμεται ως αναφαίρετο δικαίωμα και
που στο χέρι του είναι να την κάνει όσο μπορεί καλύτερη και ευτυχέστερη. Ο απλός
άνθρωπος του δημοτικού μας τραγουδιού δε ζει με την αγωνία του θανάτου. Καταφάσκει τη
ζωή γιατί τη νοηματοδοτεί ως υπέρτατη αξία, ως μέγα αγαθό και πρώτο. Και η μόνη του
αγωνία, όταν έρθει η ώρα να την αποχωριστεί, είναι γιατί αφήνει αυτόν τον κόσμο, τον καλό.
Στους στίχους των δημοτικών μας τραγουδιών δεν υπάρχει μια μεταφυσική αντίληψη, που να
δικαιώνει το θάνατο. Ούτε θεωρία θανάτου και επανένωσης των ψυχών. Πουθενά δε
συναντάται λόγος ψεύτικης παρηγοριάς, λόγος παραμυθητικός, που να γλυκαίνει τον πόνο
του θανάτου με αυταπάτες και ψευδαισθήσεις, με την αισιοδοξία του αναστάσιμου λυτρωτικού
μηνύματος και τη μυστικιστική αναφορά της μέλλουσας ζωής.
Ο θάνατος στη λαϊκή ποίηση και γενικά στη λαϊκή τέχνη προσωποποιείται, καθώς ο Χάρος
παριστάνεται ως μαύρος καβαλάρης, κλέφτης, φοβερός και τρομερός στην εμφάνιση.
“Τον είδε που κατέβαινε στους κάμπους καβαλάρης.
Μαύρος ήταν μαύρα φορεί, μαύρο και τ’ άλογό του.
Εγώ για το χατίρι σου τρεις βάρδιες είχα βάλει,
είχα το ήλιο στα βουνά και τον αϊτό στους κάμπους
και τον βοριά τον δροσερό τον είχα στα καράβια,
Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αϊτός αποκοιμήθη
και τον βοριά τον δροσερό τον πήραν τα καράβια.
Κι έτσι του δόθηκε ο καιρός του χάρου και σε πήρε.”
Σ όλα τα δημοτικά μας τραγούδια το βίωμα της επίγειας αθανασίας είναι τόσο δυνατό, που
γεννάει τη διάθεση για μαχητική αντίδραση, παράγει πράξεις θάρρους και ηρωικής άρνησης
της μοίρας του θανάτου σε μια προσπάθεια υπέρβασης του ανθρώπινου μέτρου και
ανατροπής της κοσμικής τάξης, που επιβάλλει το θάνατο ως μία πραγματικότητα
αναμφισβήτητη και αδιαπραγμάτευτη.
“Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια
είχε το φέσι του στραβά και το μαλλί κλωσμένο
Κι έστριβε το μουστάκι του και ψιλοτραγουδούσε
Κι ο χάρος τον αγνάντεψε, από το σταυροδρόμι
-Καλή (ν) ημέρα, χάροντα
-Καλώς τον, τον λεβέντη.
Λεβέντη,πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάντρα έρχομαι στο σπίτι μου πηγαίνω.
Πάω να πάρω το ψωμί και πίσω να γυρίσω
-Λεβέντη μ’ έστειλε ο θεός να πάρω την ψυχή σου.
-Δίχως αιτία κι αρρωστιά ψυχή δεν παραδίνω.
Μόν’ έλα να παλέψουμε σε μαρμαρένια αλώνια
Κι αν με νικήσεις, χάροντα, να πάρεις την ψυχή μου…
Κι αν σε νικήσω πάλι εγώ, πήγαινε στο καλό σου
Πιάστηκαν και παλεύανε απ’ το πουρνό ως το βράδυ..”
Οι όροι της έντιμης αναμέτρησης που ο ήρωας προτείνει και βασίζονται στις φυσικές αξίες
της ρώμης, του θάρρους, της αντρείας, συνήθως δε γίνονται σεβαστοί από το Χάρο, ο οποίος
καταφέρνει τελικά και παίρνει τη νίκη χρησιμοποιώντας όμως δόλια μέσα.
“..Επήγαν και παλέψανε σε σιδερένιο αλώνι
Κι εννιά φορές τον έβαλε ο νιος
τον Χάρο κάτω
Κι απάνω στις εννιά φορές
του Χάρου κακοφάνει
Πιάνει το νιο απ τα μαλλιά
χάμω τον γονατίζει
– Άφησ με Χάρο απ τα μαλλιά
και πιάσε μ’ απ’ τα μπράτσα
και τότε σου δείχνω ‘γω
πώς είν’ τα παλληκάρια..”
Η κοσμική τάξη που θέλει το θάνατο μοίρα κοινή του ανθρώπινου γένους, νίκησε. Όμως η
ηθική δικαίωση, ο ουσιαστικός θρίαμβος ανήκει στον ήρωα και στις αξίες της ζωής που
εκπροσωπεί. Μιας ζωής που θέλει τον άνθρωπο όρθιο, αγέρωχο, περήφανο να αντιστέκεται
και να παλεύει στα μαρμαρένια αλώνια για όλα όσα κάνουν αυτή τη ζωή άξια για να τη ζει
κανείς. Κι ας ξέρει ότι αθανασία δεν υπάρχει. Και ότι ο θάνατος ως φυσικό γεγονός είναι
αναπότρεπτος. Και ίσως αυτή ακριβώς η γνώση να δίνει στη ζωή τη μέγιστη ομορφιά και
ευλογία. Γι αυτό και τραγουδά:
” Γλυκιά η ζωή κι ο θάνατος μαυρίλα.
Χαρείτε, νιοι, τις όμορφες και νιες, τα παλικάρια
κι εσείς οι χαμογέροντες χαρείτε τα παιδιά σας.
Σαν όνειρο που είδα χτες κοντά να ξημερώσει,
έτσι είν’ ετούτος ο ντουνιάς, ο ψεύτικος ο κόσμος.
Σ’ αυτόν τον κόσμο πού ‘μαστε, άλλοι τον είχαν πρώτα
Σε μας τον παραδώσανε κι άλλοι τον καρτεράνε,
Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνάνε,
Το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι.”
Ο λαϊκός μας πολιτισμός όπως εκφράστηκε στο στίχο, στο τραγούδι, στο χορό, στη
ζωγραφιά, στο κέντημα, στην καθημερινότητα των ανθρώπων, στους καημούς και στο μεράκι
τους είναι πολιτισμός χαράς και ζωής και όχι θλίψης και θανάτου. Η ιδεολογία του, ως άμεση
αντανάκλαση της ζωής, είναι δημιούργημα ενός δουλωμένου λαού, που δεν έπαψε ποτέ να
αντιστέκεται και να παλεύει για την ελευθερία του. Ο Σπινόζα έγραψε ότι” Ο ελεύθερος
άνθρωπος σκέφτεται οτιδήποτε άλλο εκτός από το θάνατο και ότι η σοφία του είναι όχι μελέτη
θανάτου, παρά μελέτη ζωής” Γι αυτό και η λαϊκή δημιουργία, ο πολιτισμός δηλαδή αυτού του
λαού, αποτελεί μια συναρπαστική, μια συνταρακτική “μελέτη ζωής”.