ΜΗ ΜΕ ΦΩΝΑΖΕΙΣ “ΞΕΝΟ”
Επειδή άλλη μάνα με γέννησε
και σ’ άλλη γλώσσα άκουσες εσύ
τα όμορφα παιδικά σου παραμύθια…
μη με φωνάζεις “ξένο”
το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου,
σαν τη φωτιά καίει
και η δική μου φωτιά.
Γιατί λοιπόν με φωνάζεις “ξένο”;
Επειδή σ’ άλλους δρόμους βρέθηκα
και σ’ άλλο λαό γεννήθηκα;
και άλλες θάλασσες γνώρισα
και απ’ αλλού σάλπαρα;
Αλλά το ίδιο άγχος κρύβουμε κι οι δυο
η ίδια εξάντληση
στην πλάτη μας βαραίνει
αυτή που συντρίβει το κάθε θνητό
μεσ’ απ’ του κόσμου τα σκοτάδια
από τότε που σύνορα δεν είχαν τεθεί
κι ανάμεσά μας ακόμη δεν είχαν φτάσει
όσοι διχάζουν
και σκοτώνουν το φτωχό
αυτοί που κλέβουν
και μοιράζουν ψέματα
αυτοί που εμπορεύονται κι εμάς
και θάβουν αδίσταχτα τα όνειρά μας
όσοι εφεύραν αυτή τη λέξη
τη σκληρή “ξένος”
λέξη παγωμένη και γεμάτη θλίψη
που θυμίζει αλησμοσύνη κι εξορία.
Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός
Πνίγονται στη Μεσόγειο χιλιάδες άνθρωποι. Οι αστοί πολιτικοί ηγέτες ανταλλάσσοντας διαξιφισμούς “ψάχνουν” τον ένοχο, κι εμείς παρακολουθούμε αυτό το θέατρο του παραλόγου φοβούμενοι τους “ξένους” που μας χαλάνε την ησυχία μας. Μπαίνουμε λοιπόν κι εμείς στο παιχνίδι του παραλόγου και συνηθίζουμε στη θέα της θάλασσας θα συνεχίζει να ξεβράζει πτώματα μεταναστών. Μήπως πρέπει να αναλογιστούμε τα λόγια του άγνωστου μετανάστη ποιητή και να κάνουμε την δική μας ενδοσκόπηση;
“Αν θέλεις το καλό μου να είσαι καλός, σταμάτα τώρα να με φωνάζεις “ξένο” λέει με απλά λόγια. Οι ξένοι, οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, ή όπως αλλιώς κι αν προσφωνούνται τα θύματα που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους κυνηγημένα από το θάνατο και τη δυστυχία είναι άνθρωποι σαν κι εμάς, που γυρεύουν μια γωνιά γης για να ξαποστάσουν, ένα μεροκάματο για να μη ζητιανεύουν το ψωμί τους κι ένα τετράδιο κι ένα βιβλίο για τα παιδιά τους. Φτάνει άραγε το να είμαστε “καλοί”; Και ποιος είναι ο καλός; Αυτός που απλά δεν θα φοβάται τον “ξένο”, αυτός που δεν θα τον μισεί, αυτός που θα τον θεωρήσει άνθρωπο και θα σταματήσει να τον λέει “ξένο”; Αρκεί αυτό για να είναι κάποιος “καλός”;
Η αναζήτηση γενικά και αόριστα της ανθρωπιάς μέσα στη σημερινή ζούγκλα της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο δε λύνει το πρόβλημα. Για τους εκμεταλλευόμενους όλου του κόσμου η κατανόηση του στίχου “το ψωμί σου δε διαφέρει απ’ το δικό μου” μπορεί να αποτελέσει το μίτο της Αριάδνης για να περιγράψουμε τα χαρακτηριστικά του “καλού”. Αυτού που καταλαβαίνει ότι το ψωμί τόσο του “ξένου” όσο και του ντόπιου εργαζόμενου δεν είναι το ίδιο με το “παντεσπάνι” της μικρής μειοψηφίας που στο όνομα της κερδοφορίας της καταδικάζει λαούς ολόκληρους στην προσφυγιά και στην εξαθλίωση. Γιατί το ίδιο ψωμί δεν τρώνε και τα φτωχά ελληνόπουλα, που και σ΄ αυτά πολλές φορές λείπει και το βιβλίο κι ο δάσκαλος για να μορφωθούν και το πετρέλαιο για να ζεσταθούν, ακόμη και το ίδιο το ψωμί για να ζήσουν. Τί έχουν να χωρίσουν τα παιδιά απ’ το Πέραμα με τα παιδιά των “ξένων”; Οι ανάγκες για ζωή, παιχνίδι, χαρά και μόρφωση είναι οι ίδιες. Η φτώχεια δεν πρέπει να χωρίζει αλλά να ενώνει, διότι κι αυτός που σκοτώνει με βόμβες κι αυτός που στην ειρήνη στερεί το φαΐ απ’ το τραπέζι, είναι πάντα ο ίδιος και πάντα με τον ίδιο σκοπό, το βρωμερό καπιταλιστικό κέρδος.
Αν δώσουν τα χέρια ντόπιοι και μετανάστες, θα βρουν τη δύναμη να πάρουν τη μοίρα τους στα χέρια τους, να αποκτήσουν συνείδηση αυτών που τους ενώνουν, να γίνουν τάξη για τον εαυτό τους κι επομένως επικίνδυνοι για όλους αυτούς, που τους καταδικάζουν στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, που τους θέλουν αδύναμους και φοβισμένους να ψάχνουν για εχθρούς ανάμεσά τους.
Οι “ξένοι” δε θέλουν να μας κλέψουν την πατρίδα, ούτε ψάχνουν για μια νέα πατρίδα. Γιατί πατρίδα έχουν, την αγαπούν, δεν την ξεχνούν και αγωνίζονται για να την πάρουν πίσω και να την ξανακάνουν δική τους. Κι ο αγώνας αυτός δε θα τελειώσει μέχρι που η γη ολόκληρη να γίνει πατρίδα ολονών και οι άνθρωποι να πάψουν να χωρίζονται σε ντόπιους και σε “ξένους”.
Σταμάτα τώρα να με φωνάζεις “ξένο”.,
Αν θέλεις, κοίταξέ με στα μάτια,
πιο πέρα απ΄ το μίσος
ας φτάσει η ματιά σου,
ας ξεπεράσει φόβο, εγωισμό.
Για δες, άνθρωπος είμαι κι εγώ
Όχι, δεν είμαι ξένος!