image_print

‘Όταν ο τόπος με ό,τι κουβαλάει μέσα του και πάνω του- βουνά, ακρογιάλια, λιόδεντρα, κυπαρίσσια, μάρμαρα, γλάροι -περνάει μέσα στο αίμα και στο μεδούλι του ποιητή, όταν ο λαός με τους ζωντανούς και τους νεκρούς του, με ό,τι ωραιότερο και σπουδαιότερο έχει εκφράσει και δημιουργήσει στη μακραίωνη πορεία του στο χρόνο, δίνει στον ποιητή τη λαλιά του και τη μοίρα του, τότε αυτός ο ποιητής γίνεται ο παράκλητος του τόπου του και του λαού του και δένεται μαζί τους μ’ έναν τόσο δυνατό βιολογικό δεσμό, σαν αυτόν του ομφάλιου λώρου, που συνδέει το έμβρυο με τη μητέρα του.

Αυτός λοιπόν ο ποιητής, που ευτύχησε να γίνει ένα με τον τόπο του και το λαό του και που η ζωή του και το έργο του συναντήθηκε με την ιστορία, όχι μόνο αυτή που έρχεται από το χτες αλλά κυρίως με τη ζώσα ιστορία, αυτή που γράφεται από τον περήφανο λαό που παίρνει την τύχη του στα χέρια του και παλεύει τον αγώνα τον καλό «για να έχει κάθε σπίτι τον καπνοδόχο του, κάθε φωτιά το τσουκάλι της, κάθε τραπέζι το ψωμί του, κάθε παιδί το βιβλίο του και το τόπι του», δεν μπορεί να είναι άλλος από το Γιάννη Ρίτσο.

Το να προσεγγίσεις το σύνολο του τεράστιου σε όγκο αλλά και υψηλής ποιότητας έργου του Ρίτσου, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση, καθώς μια βαθύτερη γνώση του ποιητικού του προσώπου περνάει μέσα από τη γνώση των ιστορικών γεγονότων της εποχής του, μέσα από τη μελέτη του κοινωνικού-πολιτικού    πλαισίου και του λογοτεχνικού περιβάλλοντος όλου σχεδόν του 20ου αιώνα και πάνω απ’ όλα μέσα από τις λαβωματιές και τα συντρίμμια, τις μικρές και μεγάλες καταστροφές που σημάδεψαν την προσωπική ζωή του ποιητή, χωρίς όμως να παραλύσουν το θάρρος του και την ανθρώπινη αντοχή του.

Σημαδιακό και γεμάτο συμβολισμούς το ξεκίνημα της ζωής του. Γεννήθηκε στη Μονεμβασιά, έναν άνυδρο, σκληρό και περήφανο βράχο της Λακωνικής γης με ένδοξη ιστορία, μια πρωτομαγιά του 1909, από γονείς με τα ονόματα Ελευθέριος και Ελευθερία. Θυμάται η αδελφή του Λούλα στο βιβλίο της «Τα παιδικά χρόνια του αδελφού μου Γιάννη Ρίτσου». «… Έριχνε στον αέρα από το μπαλκόνι μας ο πατέρας ντουφεκιές και ξύπνησε όλη τη Μονεμβασιά. Χαιρετούσε τη γέννηση του δεύτερου γιου του. «Ρίξτε τουφέκια ν΄ ακουστεί. Γεννήθη κανακάρης» Έχουν νομίζω σημασία οι αντιδράσεις του πατέρα στη γέννηση τη δική μου και του Γιάννη. Έτσι ένοιωσε μη κάνοντας εξαίρεση στη μανιάτικη αντίληψη που έβλεπε στα θηλυκά κακοτυχιά…Ναι, εκείνα τα ξημερώματα γεννήθηκε ο Γιάννης Ρίτσος, ο ποιητής…»

Ήσυχα και χαρούμενα κύλησαν τα πρώτα του χρόνια μέσα στην ευμάρεια του αρχοντικού των Ρίτσων, ώσπου ήρθαν οι συμφορές η μία μετά την άλλη για να ανατρέψουν όλες τις σταθερές και τα δεδομένα και να ρημάξουν εντελώς τη ζωή του μικρού παιδιού. Τον Αύγουστο του 1921 χάνει τον αδελφό του από φυματίωση, την αρρώστια που θέριζε εκείνη την εποχή και λίγους μήνες αργότερα την πολυαγαπημένη του μητέρα από την ίδια αιτία. Το μικρό αγόρι, καθώς απομονώθηκε απαρηγόρητο με μόνη συντροφιά του τα βιβλία και τη ζωγραφική, άρχισε να γράφει ποιήματα και στα 15 του δημοσιεύονται στη Διάπλαση οι πρώτες του ποιητικές συνθέσεις.

Κοντά σ’ αυτά ήρθε και η ολοκληρωτική οικονομική κατάρρευση της οικογένειας και ο νεαρός Ρίτσος, που είχε εν τω μεταξύ τελειώσει το Γυμνάσιο στο Γύθειο, μαζί με την αδελφή του Λούλα εγκαταλείπουν τη γενέθλια γη και εγκαθίστανται το 1925 στην Αθήνα, όπου και δίνουν πραγματικό αγώνα επιβίωσης σε άθλιες οικονομικές συνθήκες. 

Αλλά και οι γενικότερες κοινωνικοπολιτικές συνθήκες δεν ήταν καλύτερες. Έχει προηγηθεί η Μικρασιατική εκστρατεία, η Μικρασιατική καταστροφή. Ο τόπος ανάστατος απ΄ άκρη σ΄ άκρη. 1.500.000 κυνηγημένοι άνθρωποι προσπαθούν να στήσουν τις ζωές τους στην καινούρια τους πατρίδα. Χρειάζονται σπίτια, χρειάζονται δουλειές. Το κυρίαρχο σύστημα, που ζει από τη δυστυχία και την ανημπόρια, δε θ΄ αφήσει την ευκαιρία ανεκμετάλλευτη. Η υπερπροσφορά εργασίας από τη μια και η τεράστια ανάγκη για την όποια εργασία επιβίωσης από την άλλη λύνει τα χέρια στους εργοδότες για τη μείωση κατά 50% του εργατικού ημερομίσθιου, που δημιουργεί αλυσιδωτά και την αντίστοιχη αύξηση υπεραξίας και κερδών.

Στην πολιτική σκηνή εν τω μεταξύ τα πραξικοπήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Από το πλαστηριακό του Σεπτεμβρίου του 22 ως το βασιλικό αντιπραξικόπημα του 23, το παγκαλικό του 25, το κονδυλικό του 26 για να ακολουθήσουν το βενιζελικό του 33 και 35 και το βασιλικό τέλος του 1935, προάγγελο του μοναρχοφασιστικού καθεστώτος Γεωργίου και Μεταξά.

Μέσα σ΄ αυτό το εκρηκτικό κλίμα της πολιτικής ρευστότητας και της οικονομικής ανέχειας για τους πολλούς, σε μια Αθήνα, που ο πληθυσμός της έχει σχεδόν διπλασιαστεί με την άφιξη των προσφύγων, ο Ρίτσος αποδεχόμενος όποια δουλειά του προσφέρεται εργάζεται ως δακτυλογράφος, ως αντιγραφέας, ως καλλιγράφος. 

FOTO-05.TIF


Αμείλικτη όμως η κληρονομικότητα καραδοκεί και την επόμενη χρονιά προσβάλλεται ο ίδιος με φυματίωση. Το Μάρτιο του 26, όταν με εντολή του γιατρού του επιστρέφει για λίγο στην πατρίδα του τη Μονεμβασιά, η ομορφιά του τοπίου και οι αναμνήσεις των παιδικών του χρόνων του έδωσαν το ερέθισμα για να συνθέσει δύο ποιητικές συλλογές: «Στο παλιό μας σπίτι» και «Δάκρυα και χαμόγελα». Όλο αυτό το διάστημα που μένει στη Μονεμβασιά γράφει γράφει και διαβάζει και όταν η αδελφή του η Λούλα τον ρωτάει: «- Και τα βράδια τί κάνεις, πας πουθενά; – Έχω δουλειές. Μετράω τον ουρανό με τις παλάμες μου..», της απαντάει. Τα χειρόγραφα από τα ποιήματα αυτά, που ποτέ δεν εκδόθηκαν, καταστράφηκαν στα Δεκεμβριανά το 1944.

Γυρίζοντας στην Αθήνα και για πέντε ολόκληρα χρόνια θα περιπλανηθεί σε νοσοκομεία και σανατόρια με την υγεία του βαρύτατα κλονισμένη. Μέσα στο έρεβος όμως που τον κυκλώνει, μέσα στους παγωμένους γκρίζους θαλάμους του νοσοκομείου Σωτηρία συμβαίνει αυτό, που θα καθορίσει από δω και πέρα τη ζωή του και την τέχνη του, που θα του δώσει λόγο ύπαρξης και δημιουργίας και πάνω απ’ όλα την αισιοδοξία και τη δύναμη για να αντιπαλέψει την αρρώστια του αλλά και κάθε αντιξοότητα της ζωής βγαίνοντας νικητής.

Γνωρίζεται με συνδικαλιστές και αριστερούς διανοούμενους, που θα τον μυήσουν στην μαρξιστική κοσμοθεωρία και θα τον στρατεύσουν στην υπόθεση της σοσιαλιστικής επανάστασης και της κομμουνιστικής κοινωνίας. Εκεί μέσα θα γνωριστεί και με την τρυφερή κι αδικοχαμένη Μαρία Πολυδούρη, που θα του αφιερώσει το ποίημά της Θυσία. «….Είδα το φως αυτό να λιγοστεύει, τότε κι εσένα αγάλια να χλωμαίνεις. Σου΄πα θυμάσαι; Πρέπει να υπομένεις και σου ΄δειξα τη σκέψη που πιστεύει…» Πόσο ακόμα σκεφτόμαστε εμείς να πιστεύει και να υπομένει! Ο ίδιος όμως λέει : « Λοιπόν εμένα με ευνόησε η τύχη να έχω τρομακτικά βιώματα, να γνωρίσω αρρώστιες, να γνωρίσω θανάτους, να γνωρίσω την τρέλα από κοντά, τόσο του πατέρα μου όσο και της αδελφής μου…Τ΄ αποτελέσματα αυτών των βιωμάτων και οι διεργασίες τους μέσα μου έχουν αποτυπωθεί σ΄ ολόκληρο το έργο μου όχι πια σαν προσωπικές πείρες αλλά καλλιτεχνικά αντικειμενοποιημένα. Γιατί στο βαθμό που το υποκείμενο αντικειμενοποιείται και το αντικείμενο προσωποποιείται σ΄ αυτό ακριβώς το βαθμό αρχίζει μια ουσιαστική σχέση με τον κόσμο και την τέχνη.»

Το 1934 στα 20 του χρόνια ο Γιάννης Ρίτσος γίνεται μέλος του Κομμουνιστικού κόμματος κι αυτή η πιο καθοριστική του σχέση θα κρατήσει μέχρι το τέλος της ζωής του. Ο Ρίτσος έζησε ως κομμουνιστής, διώχθηκε ως κομμουνιστής και παρέμεινε μέχρι τη στερνή του ώρα κομμουνιστής καταφέρνοντας το τόσο σπάνιο να μη βεβηλώσει καμιά από τις αρχές του, να μην παρεκκλίνει ούτε κατ΄ ελάχιστο από την προσήλωσή του στις ιδέες και τα οράματά του, να κρατήσει τη ζωή του καθαρή από κάθε κακομοιριά και στα μικρά και στα μεγάλα.

RITSOS-2.TIF


Την ίδια χρονιά ξεκινά και η ουσιαστική ποιητική του παρουσία με την έκδοση της πρώτης του ποιητικής συλλογής, που τιτλοφορήθηκε «Τρακτέρ», καθώς και η συνεργασία του με τον Ριζοσπάστη. Η καθεστωτική κριτική, όπως ήταν αναμενόμενο, τον χτύπησε ανελέητα. Και πώς αλλιώς θα αντιμετωπιζόταν ένας ποιητής με μια άποψη σαν αυτή, που εκφράζει στο ποίημά του «Γερμανία» ;

« Ω,εσείς αντρείοι της μάστιγος κ΄
ήρωες των σφαγών,
που ανθρώπινο αίμα πίνετε σ΄επίχρυσα
κρανία,
η πυρκαγιά του Ράιχσταγ σα φλόγινη
σιαγών
τη σάρκα σας θα ροκανά στων χρόνων
τη μανία.
…………
Ω, Γερμανία, δεν πέθανες, τη δύναμή
σου εμείς
μες στη ματιά του Ντημητρώφ είδαμε
σαν καθρέφτη
και στη φωνή του ακούσαμε το βήμα
της ορμής
που με το δείπνο των δακρύων
δυνάμωσε κ΄εθρέφτη.

Την επόμενη χρονιά εκδίδεται η συλλογή του «Πυραμίδες». Ο προσωπικός πόνος γενικεύεται και αντικειμενικοποιείται «απ΄την πληγή μου κοίταξα του κόσμου την πληγή..»

« Γράμματα απ΄το μέτωπο »
« Μάνα τον ήλιο εδώ σκεπάζουν ίσκιοι,
κι αναπαμό ποτέ η καρδιά δε βρίσκει,
Ένα: οι αυγές και οι νύχτες μας γυρνούν,
πεντάλφες γράφουν στο σκοτάδι σήματα
που τον κίνδυνο μηνούν,
πύρινα φίδια από τα βάθη του Άδη.
Ζούμε στ΄αμπριά θαμμένοι,διπλωμένοι
Κι έξω απ΄την τρύπα ο θάνατος περιμένει.
Μας έπνιξαν το φως και τηχαρά,
Στεγνώσαν την ψυχή μας και το σώμα,
Μα κάτι μέσα μας κυλά βουερά
Και ξέσπασμα δε βρήκε κάπου ακόμα.
……………………………………………………
Η κάθε μου ίνα τη χαρά φωνάζει
Μα ο πόλεμος τη νιότη μου σκεπάζει
Και με ατσάλι αναμμένο με κεντά
Όμως μέσα η καρδιά μου δε λυγίζει.
Μητέρα εδώ, στο θάνατο κοντά,
Πρωτόμαθα το πόσο η ζωή αξίζει.
……………………………………..
Μας ρίχνουν στη φωτιά κ’ υπολογίζουν
Παράσημα τη ζωή μας και γιομίζουν

Με το αίμα την κοιλιά τους τη χοντρή

Και σκέφτουμαι -πώς να στο πω, μητέρα;-
Μην είναι τούτοι, αλήθεια, οι μόνοι οχτροί
Κ΄η σκέψη αυτή με τρώει νύχτα-μέρα.
Μην πεις πως ετρελλάθηκα΄είναι κι άλλοι
Πολλοί που σκέφτουνται έτσι. Τη εβδομάδα
που εσείς βάφατε αυγά,
εμείς σ΄ αυτή την ίδια σκέψη πάνω
μιλούσαμε ως το σούρουπο σιγά.
Μητέρα πια, δεν ξέρω τι θα κάνω.
Από τη συλλογή «Πυραμίδες»

Με τις δύο αυτές συλλογές του ο Ρίτσος ανατρέποντας την προηγούμενη θεματική του, που στρεφόταν γύρω από την αρρώστια, το θάνατο, την πίκρα, τον ανεκπλήρωτο έρωτα, τη μοναξιά.., και κινούνταν μέσα στο κλίμα του μεσοπολεμικού νεορομαντισμού-νεοσυμβολισμού, περνάει θριαμβευτικά από την ατομική διαμαρτυρία στην κοινωνική.

Σ΄αυτή την πρώτη του δημιουργική περίοδο η ποίησή του είναι λυρική, σαρκαστική, σατυρική και ακολουθεί τα βήματα του Βάρναλη και του Καρυωτάκη. «Επηρεασμένος από τον Μαγιακόφσκι, γράφει ο Κορδάτος, στα έργα του αυτά προβάλλει τα εργαλεία της δουλειάς, τις μηχανές καθώς και τα αντικείμενα της καθημερινής ζωής. Ήταν εποχή μεγάλων ζυμώσεων και αναζητήσεων και οι νέοι ποιητές στη Σοβιετική Ένωση αγωνίζονται να εκφραστούν προλεταριακά. Ο Ρίτσος είναι από τους πρώτους που ακολουθεί την τάση αυτή».

Από εκεί και ο προκλητικός τίτλος Τρακτέρ, που επέλεξε για την πρώτη του αυτή συλλογή. Πιστός στην παραδοσιακή στιχουργική και με μια τάση ρητορική(«Ωδή στη χαρά», «Ωδή στον έρωτα») γράφει τα ποιήματά του αυτά σε αυστηρό μέτρο και ομοιοκαταληξία, πολλά μάλιστα σε τετράστιχες ή δίστιχες στροφές,

«Ω Χαρά, στα λαμπερά, ιερά νερά
σκέψης νέας, αντιφέγγει τ΄ όραμά Σου.
Να φυτρώσεις των ανθρώπων ετοιμάσου
τα φτερά.
‘Όχι αγέρας, μήτε σύννεφο χρυσό
Που τα μάτι΄αλληθωρίζουν να τοξεύουν.
Xέρια μπρούτζινα στο μπρούτζο Σε λαξεύουν
κολοσσό.
………………………………..
Ω Νιότη, ω Χαρά
Σου σπέρνονται οι κάμποι
Μ΄αστέρων σπορά,
Και λιώνει την κάμπη
Το φως του Βορρά.
…………………………..
Στο στόχαστρο της ποίησης του Ρίτσου δεν μπαίνει μόνο η αστική παιδεία, την οποία υποχρεώθηκε να πάρει εκών άκων για να μάθει την τέχνη του ποιητή, αλλά κυρίως η κυρίαρχη αντίληψη, που θέλει την τέχνη αποκομμένη από κάθε ωφελιμιστικό και ειδικότερα πολιτικό σκοπό. Στην άποψη «Να γίνει η τέχνη δεν μπορεί της κοινωνίας η μαμή», ο Ρίτσος στρατευμένος καθώς είναι στον αγώνα για μιαν άλλη κοινωνία με ανθρώπους χαρούμενους κι ευτυχισμένους, στηριγμένος στο ιδεολογικό του όραμα για έναν κόσμο της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της συναδελφοσύνης, αντιτάσσει στη θέση αυτή την κοινωνική αποστολή της ποίησης, την οποία βλέπει σαν « ένα τεντωμένο δάχτυλο μες στη βροχή που δείχνει τρέμοντας προς την μεριά του ήλιου».

Από την εδραιωμένη του βεβαιότητα, πως αυτή η ανατολή του ήλιου είναι νομοτέλεια και ιστορική ανάγκη και αναγκαιότητα,«Το μέλλον είναι σίγουρο αδελφέ μου, ό,τι κι αν γίνει σίγουρο. Μπορείς να κάνεις πίσω τους τροχούς του ήλιου;»,αντλεί μια ρεαλιστική αισιοδοξία, που θα γίνει σύμμαχός του στη ζωή αλλά και συστατικό που θα διαποτίζει όλη του την ποίηση . Όμως ξέρει ακόμα, πως για να συντελεστεί αυτή η ανατολή, ως κοινωνικό και όχι ως φυσικό φαινόμενο, χρειάζεται τον αγώνα των αποφασισμένων για τη νίκη ανθρώπων και σ΄ αυτό τον αγώνα για να περάσει ο άνθρωπος από το βασίλειο της ανάγκης στο βασίλειο της ελευθερίας και να γίνει κύριος της ζωής του και της ιστορίας προσφέρει συνειδητά κι ολόψυχα τη ζωή του και το έργο του. «Γράφοντας ποίηση κάνεις χωρίς να το ξέρεις μια μάχη με το θάνατο. Κι όταν λέμε θάνατο δεν εννοούμε μόνο το φυσικό αλλά όλες τις μορφές κοινωνικού θανάτου. Η καταπίεση, η σκλαβιά, οι επιθυμίες που δεν εκπληρώνονται, όλα αυτά είναι μια καθημερινή εκτέλεση, ένας θάνατος. Κι όσο υπάρχει θάνατος, θα υπάρχει και η αντίσταση στο θάνατο. Μια αναμέτρηση μ΄ αυτή τη μορφή θανάτου είναι η πολιτική ποίηση (ή τουλάχιστον η δική μου πολιτική ποίηση) μια μάχη για να φτάσουμε στο αταξικό γαλάζιο» Είναι η δική του καθαρή απάντηση από μια συνέντευξή του στο περιοδικό «Η λέξη».

Ο Ρίτσος είναι ο πρώτος ανάμεσα στους νέους πνευματικούς δημιουργούς της εποχής του, που αντιλαμβάνεται την επίθεση που προετοιμάζεται από τους αντιδραστικούς κύκλους για την κατάπνιξη των λαϊκών ελευθεριών. Η διεθνής κρίση του καπιταλισμού του 1929 είχε ως συνέπεια για την Ελλάδα μεταξύ άλλων και τη μείωση στο ελάχιστο των εξαγωγών, κυρίως των καπνικών, που είχαν αποτελέσει για όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου τη βασική πηγή συναλλάγματος της χώρας. Πληγώνεται όλη η οικονομία περισσότερο όμως της Βόρειας Ελλάδας, που κινείται γύρω από το προϊόν αυτό.

Το 1936 είναι η χρονιά που συμβαίνουν τα τραγικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης, τα οποία θα αποτελέσουν και το προανάκρουσμα της δικτατορίας του Μεταξά. Το εργατικό κίνημα εν τω μεταξύ έχει περάσει σε μια νέα φάση ανόδου, καθώς οι αγώνες της εργατικής πρωτοπορίας αγκαλιάζονται από συνεχώς πλατύτερα λαϊκά στρώματα που συσπειρώνονται δίπλα στο μαχόμενο προλεταριάτο. Η καπνεργατική απεργία, που κηρύσσεται στη Θεσσαλονίκη, γενικεύεται σε πανεργατική από τις 8 Μαΐου του 1936.

Στις 9 Μαΐου 150.000 εργάτες και αγρότες συγκεντρώνονται απ΄ όλη τη Βόρεια Ελλάδα και διαδηλώνουν για τις άθλιες συνθήκες της ζωής τους και της εργασίας τους. Τα καταστήματα μένουν κλειστά και ο λαός σαν ποτάμι ορμητικό χύνεται στους δρόμους και στις πλατείες. Τότε ακριβώς βρήκαν την ευκαιρία να χτυπήσουν, όσοι προετοίμαζαν τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου. Οι διαδηλωτές πυροβολούνται αλύπητα από τη χωροφυλακή και τους παρακρατικούς. Το αίμα δολοφονημένων εργατών βάφει τους δρόμους της πόλης. Από τις σφαίρες πρώτος έπεσε νεκρός ο νεαρός κομμουνιστής αυτοκινητιστής Τάσος Τούσης .

Την επόμενη μέρα η φωτογραφία της μάνας του νεκρού να θρηνεί πάνω στο άψυχο κορμί του γιου της, δημοσιευμένη στο Ριζοσπάστη, περνάει στην αιωνιότητα μέσα από τους στίχους του Επιτάφιου. Ο Ρίτσος έχοντας συγκλονιστεί απ΄ αυτή τη σκληρή εικόνα κλείνεται στη σοφίτα του στην οδό Μεθώνης και για δυο μερόνυχτα γράφει-γράφει χωρίς να τρώει και χωρίς να κοιμάται, ώσπου εξαντλημένος παθαίνει αιμόπτυση και βάφει τον Επιτάφιο και με το δικό του αίμα.

Το μοιρολόι της μάνας του νεαρού εργάτη για το νεκρό της γιο, καθώς ακούγεται πριν ακόμα διαλυθεί η διαδήλωση, δεν περιορίζεται στην έκφραση του μητρικού σπαραγμού και πόνου για τον άδικο χαμό αλλά προχωράει πιο μακριά ακόμα, στη διατράνωση της περηφάνιας για το σπουδαίο γιο

«..Γιε μου δεν ξέρω αν πρέπει μου να σκύβω, να σπαράζω, για πρέπει
μου όρθια να σταθώ, να σε χιλιοδοξάζω..»,
στην ακλόνητη πίστη για το δίκιο του αγώνα και της θυσίας
«..Εμείς ταγίζουμε τη ζωή στο χέρι: περιστέρι, κι εμείς ούτ΄ένα ψίχουλο
δεν έχουμε στο χέρι. Εμείς κρατάμε όλη τη γης μες στ΄αργασμένα
μπράτσα»
και παραπέρα ακόμη στην ανάγκη της συνέχισης του αγώνα από την
ίδια και από τους συντρόφους του

«Γιε μου στ΄ αδέλφια σου τραβώ και σμίγω τη φωνή μου, σου παίρνω το
τουφέκι σου, κοιμήσου εσύ πουλί μου..»
και από όλη την εργατική τάξη «…για το αίμα πούβαψε τη γης
αντριεύτηκαν τα πλήθια,-δάσα οι γροθιές,πέλαα οι κραυγές, βουνά οι
καρδιές, τα στήθεια. Έσμιξε η μπλούζα το χακί, φαντάρος τον εργάτη κι
αστράφτουν όλοι μια καρδιά –βουλή, σφυγμός και μάτι..»,
ώσπου να έρθει η τελική δικαίωση με την αλλαγή τάξης στην εξουσία.
«Ω, τί όμορφα σαν σμίγουνε, σαν αγαπιούνται οι ανθρώποι,
φεγγοβολάνε οι ουρανοί, μοσχοβολάνε οι τόποι. Κι όπως περνάν,
λεβέντηδες, γεροί κι αδελφωμένοι λέω και θα καταχτήσουνε τη γης, την
οικουμένη».

Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του μακροσκελούς αυτού ποιήματος, με το οποίο ολοκληρώνεται και κλείνει η πρώτη περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Ρίτσου (1926-1936), είναι η μετρική του κατασκευή.

Είναι γραμμένο σε στίχο της παραδοσιακής προφορικής ποίησης, το δεκαπεντασύλλαβο, που χρησιμοποιήθηκε στα δημοτικά μας τραγούδια και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα στα μοιρολόγια που τραγουδιούνται στην ύπαιθρο. Μ΄ αυτή του τη μορφή απλώνεται στο χρόνο, αφομοιώνει μύθους και ανάσες της ελληνικής γης πετυχαίνοντας να φέρει στο φως τη ριζωμένη στα μακρινά άδυτά της παράδοσής μας ιδέα, που θέλει τον θάνατο καθώς αγκαλιάζει τη ζωή στην πιο θερμή της ώρα να γίνεται μαζί της ένα σε μια διαλεκτική ενότητα. Ο Επιτάφιος συνδέει στη λαϊκή συνείδηση τη μάνα του ηρωικού εργάτη και το σύγχρονο ανθρώπινο θρήνο με τη μητέρα του Χριστού και το θρήνο της Μεγάλης Παρασκευής ξυπνώντας στη μνήμη μυρωδιές από βιολέτες και πασχαλιές, εικόνες από λιτανείες με επιτάφιους. Και η Ανάσταση; Παρούσα, όχι όμως ως μυστικιστικό στοιχείο αλλά ως πραγματικότητα του κόσμου ετούτου, που δε θα τη φέρει η θυσία ενός θεού αλλά η θυσία του ανθρώπου για τον άνθρωπο. Και τί σύμπτωση ! Και οι δυο μανάδες βιώνουν τον υπέρτατο πόνο της απώλειας την Άνοιξη, όταν «μάγεμα είναι η φύση κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη…

Όποιος πεθαίνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει». Όπως ο Σολωμός στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» τονίζει την ομορφιά και τη ζωντάνια της ανοιξιάτικης φύσης για να καταδείξει το μέγεθος της θυσίας αυτών που αποφασίζουν να απαρνηθούν τη ζωή μέσα στην καλύτερη της φύσης ώρα, έτσι και ο Ρίτσος αναδεικνύει την επιλογή της πάλης και της θυσίας για την πραγμάτωση του ιδανικού της ελευθερίας, μιας θυσίας που δεν αποτελεί άρνηση της ζωής αλλά αντίθετα κατάφασή της μέσα από την προσφορά της και το μοίρασμά της στους πολλούς.

Ο Επιτάφιος κυκλοφόρησε στις 8 Ιουνίου του 1936 από τον εκδοτικό του Ριζοσπάστη σε 10.000 αντίτυπα, που έγιναν ανάρπαστα και ενώ ετοιμαζόταν και δεύτερη έκδοση ήρθε η δικτατορία του Μεταξά για να ρίξει τα τελευταία 250 αντίτυπα στην πυρά σε μια ειδική τελετή που στήθηκε μπροστά στους στύλους του Ολυμπίου Διός. Πότε όμως οι φλόγες της πυράς κατάφεραν να σταματήσουν την πορεία της ιστορίας προς τα μπρος; Όσο κι αν προσπάθησαν για την καταστροφή, την παραχάραξη, την απονεύρωση του έργου του Ρίτσου, ο ποιητής μ΄ αυτό το μοναδικό σε κάλλος θρήνο και δοξαστικό μαζί κατάφερε να μνημειοποιήσει τη θυσία της μέρας εκείνης του Μαγιού και να την περάσει στη συλλογική μνήμη δίνοντας στο νεκρό παλληκάρι θέση στο εικονοστάσι της εργατικής τάξης . Ο Επιτάφιος αποτελεί πια κοινό χτήμα, ψυχική περιουσία του λαού μας, μια πολύτιμη διαθήκη.

 

image_print