image_print

… “Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Eίμαι χωριατοπαίδι καθώς γνωρίζετε και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον..’ Και ήταν πράγματι πολύ μακρύς, απρόβλεπτος και πολυτάραχος ο δρόμος που περπάτησε το παιδί με τ’ όνομα Γιώργος Σύρμας ή Μιχαηλίδης, που γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη, σ΄ένα πάμφτωχο θρακιώτικο χωριουδάκι το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας. Τον έστειλαν στην Πόλη για να γίνει ράφτης κι αυτός βρέθηκε να κάνει διδακτορική διατριβή στη Λειψία , να σπουδάζει στο Παρίσι, να κάνει δεύτερη διδακτορική διατριβή στο Λονδίνο με τον τίτλο “Η φιλοσοφία του καλού παρά τω Πλωτίνω” και παρά την ταπεινή του καταγωγή, που τον έκανε παρείσακτο στους ακαδημαϊκούς και φιλολογικούς κύκλους της πρωτεύουσας, να γίνεται τελικά υφηγητής στην έδρα της ιστορίας της φιλοσοφίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών.
Ο Γεώργιος επονομαζόμενος Βιζυηνός όχι μόνο δεν αρνήθηκε τη φτωχική του προέλευση αλλά έχοντας μια παιδική ψυχή γεμάτη τρυφερότητα και λυρική διάθεση αντλούσε όλα του τα θέματα από τα παιδικά του χρόνια, από τα παιχνίδια του με τα τουρκάκια, από τα λασπωμένα δρομάκια του χωριού του, από ό,τι έζησε στα χώματα της πολυεθνικής του πατρίδας, που στα χρόνια εκείνα ‘Έλληνες, Βούλγαροι, Τούρκοι, ακόμα και Ρώσοι ζούσαν πλάι-πλάι. Στο έργο του ο Βιζυηνός δε νοιάζεται για την εθνική, φυλετική και θρησκευτική ταυτότητα κανενός. Γι αυτόν όλοι τους είναι άνθρωποι κι έχουν τη ίδια θέση και τα ίδια δικαιώματα στην καρδιά του. Εχθρός είναι μόνο ο άδικος, ο άπληστος, ο ανέντιμος. Και τέτοιοι υπάρχουν παντού. ΄Όπως παντού υπάρχουν και οι λεβέντες, οι φιλότιμοι, οι στοργικοί, οι δίκαιοι. Γι αυτό και δε διστάζει να κάνει ήρωές του και τους “άσπονδους εχθρούς” του έθνους. Στο διήγημά του Μοσκώβ- Σελήμ, που παρουσιάζει τις περιπέτειες ενός κυνηγημένου κι αδικημένου ανθρώπου, του Τούρκου Σελήμ, ο ίδιος ο συγγραφέας μιλώντας στον ήρωά του σημειώνει στον πρόλογό του : “Φοβούμαι μήπως οι φανατικοί της ιδικής μου φυλής ονειδίσωσι έναν Έλληνα συγγραφέα, διότι δεν απέκρυψεν την αρετήν σου ή δεν υπεκατέστησε έναν χριστιανικόν ήρωα. Δε θα αφαιρεθεί τι από την αξία σου…..διότι ως απλούς χρονογράφος εξετίμησα εν σοι ..απλώς τον άνθρωπο..” Ο θρησκευτικός και εθνικιστικός φανατισμός για την υπεράσπιση του έθνους την τιμή και τη σημαία της θρησκείας παραμερίζεται και οικοδομείται η έννοια της ειρηνικής συνύπαρξης των λαών που στηρίζεται στην αγάπη και τη φιλία που αναπτύσσεται με γνώμονα και κριτήριο την ανθρώπινη αξία ανεξάρτητα από τη φυλή και το θρήσκευμα.
Ο Βιζυηνός υπήρξε ο πραγματικός εισηγητής του ηθογραφικού διηγήματος στην Ελλάδα. Μικρό το έργο του, πρωτοποριακό όμως και καινοτόμο, καθώς συνδυάζει την ηθογραφική ατμόσφαιρα με την ψυχολογική επεξεργασία των προσώπων. Όλα όσα έζησε και αγάπησε στη μικρής διάρκειας ζωή του, ό,τι στάθηκε καλή και τρυφερή ώρα στην παιδική και νεανική του ηλικία, στα χρόνια των στερήσεων και των δραματικών του αναζητήσεων – το μικρό του χωριό, η πολυπαιδεμένη του μάνα, η Πόλη με τους θρύλους της, η Κύπρος και η Ευρώπη, οι προστάτες του, οι πνευματικές του αγάπες , όλα όσα συνθέτουν το ψυχικό και πνευματικό ταξίδι της ζωής του, αυτό “το μόνον της ζωής του ταξείδιον” διαβάζεται στα τέσσερα διηγήματα που έγραψε. Τα ηθογραφικά στοιχεία που είναι πολλά και διάχυτα στο έργο του όπως και η απλότητα που τον διακρίνει, αυτή του γνήσιου αφηγητή που ξέρει να κερδίζει τον αναγνώστη περισσότερο με το συναίσθημα και τη συγκίνηση παρά με τη σοφία του, οι ζωντανοί με θρακιώτικες ιδιοτυπίες διάλογοι των ηρώων του κάνουν αισθητό τον ομφάλιο λώρο που έδενε το Βιζυηνό σε όλη του τη ζωή με τον τόπο που τον γέννησε. Η ηθογραφία όμως δεν αποτελεί έναν απλό διάκοσμο. Γίνεται έδαφος στέρεο που πάνω του ο συγγραφέας αξιοποιώντας τις σπουδές του κι όλο τον πλούτο των φιλοσοφικών και ψυχολογικών του γνώσεων απλώνει την ψυχογραφική του έρευνα. Στις σελίδες των διηγημάτων του βλέπουμε τον ηθογράφο με το άφθονο αυτοβιογραφικό του υλικό και τον ψυχογράφο με τη βαθιά διεισδυτική ματιά μέσα στον ψυχισμό και στον πυρήνα της υπόστασης των χαρακτήρων του να πάνε χέρι χέρι. Σ’ αυτό άλλωστε εστιάζεται και η μεγάλη προσφορά του συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα: στο ότι μπόρεσε να αφυπνίσει την καθιερωμένη λογοτεχνία της εποχής του δίνοντας στην ηθογραφία ψυχογραφική διάσταση.
Τα πρόσωπα που αποτελούν τους ήρωες των έργων του τα παρακολουθεί στενά, καταγράφει τα συναισθήματα και τους προβληματισμούς τους, τα θέλω τους και τις επιδιώξεις τους δίχως να τα εξωραΐζει, δίχως να τα εξιδανικεύει. Δε διστάζει να σκιαγραφήσει τα αληθινά τους κίνητρα, τις αδυναμίες, τα πάθη τους, τις σκοτεινές τους πλευρές αντικειμενοποιώντας όσο περισσότερο γίνεται αυτό που είναι η ζωή, αυτό που είναι ο άνθρωπος. Για παράδειγμα στο έργο του “ Ποιος ήταν ο φονεύς του αδελφού μου” η μητέρα, μια πονόψυχη και φιλόστοργη γυναίκα του λαού, παρουσιάζεται να μετατρέπεται σε ένα χαιρέκακο και μοχθηρό πλάσμα έτοιμο να πράξει ό,τι πιο ακραίο και αποτρόπαιο προκειμένου να ικανοποιήσει το αίσθημα της εκδίκησης που θέλει να πάρει για το φόνο του παιδιού της.  Ο άνθρωπος και τα προβλήματά του, η εξαθλίωση, η αδικία, η εκμετάλλευση όλα τα θέματα που απασχολούν τους ρεαλιστές συγγραφείς δεν αφήνουν αδιάφορο το Βιζυηνό που πάνω τους πλέκει τον ιστό για να δομήσει την πλοκή των έργων του. Τα πρόσωπα εμφανίζονται ως τραγικές υπάρξεις καθώς πορεύονται αγνοώντας την αλήθεια σε ένα παιχνίδι της ζωής, όπου θύτης και θύμα δε γνωρίζουν το δίχτυ της μοίρας στο οποίο έχουν παγιδευτεί.
Έχοντας ζήσει το ευρωπαϊκό κλίμα των τελευταίων χρόνων του 19ου αιώνα κι έχοντας παρακολουθήσει τη στροφή από το ρομαντικό στο κοινωνικό μυθιστόρημα διαμόρφωσε ένα σχήμα αφήγησης που πέρα από την αριστοτεχνική διάρθρωση της πλοκής και την πλαστική δύναμη στη διαγραφή των χαρακτήρων διακρίνεται κυρίως για την εξερεύνηση σε βάθος της ανθρώπινης ψυχής με το “εκ των έσω” φώτισμα της πολυσύνθετης και τόσο αντιφατικής ανθρώπινης ύπαρξης.
Και ήταν σαν σήμερα 15 Απρίλη του 1896, όταν ένας τάφος για απόρους που παραχώρησε ο δήμος Αθηναίων δέχτηκε το ταλαιπωρημένο σαρκίο του σπουδαίου αυτού ανδρός. Τα λόγια που χαράχτηκαν στην πλάκα ως στερνό κατευόδιο τα διάλεξε ο Παλαμάς από ένα δικό του ποίημα “ Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια”. Θα μπορούσε να είχε γραφτεί και ο στίχος από το ποίημα που ο ίδιος είχε γράψει επηρεασμένος από το πάθος του για τη μούσα του, τη μικρή του μαθήτρια Μπετίνα, μέσα στο Δρομοκαΐτειο, όταν η αρρώστια είχε πια τσακίσει και τα τελευταία φράγματα του ελέγχου του μυαλού του και όπου τελικά μετά από τέσσερα χρόνια παραμονής του στη φυλακή του πνευματικού του σκοταδιού απέπνευσε από προϊούσα παραλυσία .
Κι από τότε που θρηνώ το ξανθό και γαλανό και ουράνιο φως μου μετεβλήθη εντός μου και ο ρυθμός του κόσμου. Μες στα στήθια η συμφορά που σαν κύμα πλημμυρά σέρνει το βαρύ μου βήμα σ΄ ένα μνήμα.

image_print