Ο Πόλεμος και η Ειρήνη
image_print

Ο ένας πόλεμος σήμερα διαδέχεται τον άλλον. Μικροί-μεγάλοι το ίδιο αποτρόπαιοι και φρικαλέοι. Οι γενιές του 20ου αιώνα έζησαν την τραγωδία των δύο Παγκόσμιων πολέμων. Και όταν στο τέλος του 20ου αιώνα το “αντίπαλο δέος” της Σοβιετικής Ένωσης έπαψε να υπάρχει, η ιμπεριαλιστική επέλαση ΗΠΑ, ΝΑΤΟ, ΕΕ τσακίζει τη μία μικρή χώρα μετά την άλλη. Γιουγκοσλαβία, Ιράκ, Αφγανιστάν, Συρία, Λιβύη, Ουκρανία, Παλαιστίνη. Ένα διαρκές σφαγείο.

Το σφαγείο του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου καταγγέλλει ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι κι αναζητά το φως της Ειρήνης. Από πού θα ξημερώσει; Από πού θα ξεπροβάλει η νέα μέρα για τον άνθρωπο; Ο ποιητής γράφοντας για το τότε μιλά για το σήμερα:

“Ο πόλεμος είναι αποκρουστικός. Τα μετόπισθεν ακόμα πιο αποκρουστικά” . Γράφει μια ολόκληρη αντιπολεμική σειρά από πολύ δυνατά ποιήματα ο Μαγιακόφσκι που τα διαπερνά η φρίκη του θανάτου και η έγνοια του για τους ταπεινούς κι ανυπεράσπιστους που όταν χτυπούν τα τύμπανα του πολέμου αυτοί χύνουν το αίμα τους. Με σθένος καταγγέλλει: “Ακούστε. Ο καθένας να ζήσει οφείλει. Δεν έχετε δικαίωμα να τον ξαποστέλνετε στους τάφους των αμπριών και των χαρακωμάτων ζωντανό να τον θάβετε-φονιάδες.”

“Ο πόλεμος και η Ειρήνη” ή αλλιώς “ο πόλεμος κι ο κόσμος” του Μαγιακόφσκι, είναι ένα μεγάλο ποίημα με θέμα τις τύχες της ανθρωπότητας. Παιχνίδι ζωής και θανάτου οδηγεί μέσα από ακραίες καταστάσεις κι ένα χείμαρρο μεταφορών, απροσδόκητων εικόνων κυβοφουτουριστικών εμπνεύσεων ανεπανάληπτης έντασης στην επαγγελία της ανατολής της νέας ζωής. Αυτής, που τη φαντάστηκε να γεννιέται μετά τον πόλεμο με αληθινό βασιλιά και θεό τον κάθε άνθρωπο χωριστά. Και η αγαπημένη μετά τόσες αιματοχυσίες ανθρωπότητα να ενώνεται σε μια παγκόσμια αδελφική προσφορά, όπου ο κάθε λαός θα έρχεται και θα καταθέτει ό,τι καλύτερο έχει. “Σαν τους ιερείς που μνημονεύουνε το εξιλαστήριο δράμα βγαίνοντας με το δισκοπότηρο η κάθε χώρα τα δώρα της προσκομίζει στον Άνθρωπο” . Το ποίημα γίνεται ένα Δοξαστικό στον Άνθρωπο που μέσα από την οδύνη, τον όλεθρο και τη βαρβαρότητα του σήμερα θα οικοδομήσει το ειρηνικό και ευτυχισμένο του Αύριο.

Ο ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ Η ΕΙΡΗΝΗ

Mπορεί
απ’ τους καπνούς και τους πολέμους φλομωμένη η γης
να μην ξανασηκώσει το κεφάλι της;
Μπορεί..
Όχι, αυτό δε μπορεί!
Στήθος, τσάκισε τη χιονοστιβάδα της απελπισίας
ψαχούλευε και ψαύε μέσα στη μελλοντική ευτυχία.
Κοιτάχτε, αν θέλετε, απ΄ το δεξί μου μάτι
κάνω να βγει ένα ολάκερο δάσος λουλούδια!
Όνειρα πολλαπλασιάστε τα παράξενα πουλιά σας.
Κεφάλι, αναστρέψου από ενθουσιασμό και περηφάνεια.
Μυαλό μου, χαρωπέ και σοφέ οικοδόμε, χτίζε πολιτείες.
Προς εκείνους, που τρίζουν ακόμη τα δόντια τους από οργή
φτάνω ολόκληρος μες στην αυγή των φωτεινών ματιών μου.
Γη, ορθώσου σε χιλιάδες Λαζάρους στολισμένους τις λάμψεις των αμφίων.
Κι ω χαρά, χαρά!
Ανάμεσα απ΄ τους καπνούς διακρίνω το φέγγος των προσώπων.(…..)
Μουρμουρητά. Όλη η γης ξεσφίγγει τα μελανιασμένα χείλη της.
Πιο δυνατά. Σαν κραυγή καταιγίδας κοχλάζει:
“Ορκιστείτε το, πως πια δε θα θερίσετε κανέναν!”
Και ιδού που ορθώνονται απ΄ τους τύμβους
οστά γεγυμνωμένα και με σάρκα περιβάλλονται.
Έχετε δει κομμένα πόδια να ζητάνε τους αφέντες τους
κομμένα κεφάλια να τους καλούν με τ΄ όνομά τους;
Από τα τρίσβαθα των θαλασσών και των ωκεανών
σωροί οι πνιγμένοι ζωντανεύοντας πλέουν μ΄ ανοιχτά πανιά.
Ήλιε! Ζέστανέ τους μέσα στις φούχτες σου
γλύψε τα μάτια τους με τη γλώσσα των ακτίνων.
Γέρικε χρόνε, ρυτιδιασμένε, σου γελάμε κατάμουτρα!
Γεροί κι ανέπαφοι θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας! (….)
“Δόξα στον άνθρωπο, δόξα και ζωή στον άνθρωπο, στους αιώνες των αιώνων!
Σε κάθε ζωντανόν επί της γης,
δόξα, δόξα, δόξα!
Πνίγεσαι από χαρά! Κι είμαι κι εγώ.
Φτάνω συνετός, πελώριος, αδέξιος.
Ω, είμαι εξαίσιος μέσα στην απαστράπτουσα
απ΄ τις αμέτρητες ψυχές μου!
Διασταυρώνομαι μ΄ ανθρώπους ανοιχτόκαρδους
διασταυρώνομαι μ΄ ανθρώπους της γιορτής
καταραμένη καρδιά μην κλωτσάς έτσι!
Δεν μπορείς πια να καταλάβεις,
αν είναι ο αέρας, ένα λουλούδι, ένα πουλί!
Kι αυτά τα θωρηκτά ούτε είναι πια να το πιστέψεις
πως προχωρούσανε ξερνώντας θάνατο.
Τώρα μέσα στ΄ αμπάρια τους πού χουν ξεχάσει πια για πάντα το μπαρούτι
μες σε ήμερα λιμάνια κουβαλάνε μυριόχρωμους σωρούς τα μπιχλιμπίδια.
Και ποιος λοιπόν μπορούσε να φοβάται αυτά τα στίφη των κανονιών
ετούτα δω τόσο πράα, πώς θα ΄ταν μπορετό ποτέ να καταστρέψουν;
Γη, από πού φτάνει τόση αγάπη;
Φαντάσου κει πέρα, κάτω από ΄να δέντρο
είδαν το Χριστό να παίζει σκάκι με τον Κάιν.
Δε βλέπεις τίποτα;
Ζαρώνεις τα μάτια σου, ψάχνεις;
Τα μάτια σου μικρά, δυο χαραμάδες.
Άνοιξέ τα! Κοίτα.
Τα δυο μου μάτια είναι μια πύλη διάπλατη καθεδρικού ναού.
Άνθρωποι, αγαπημένοι και όχι αγαπημένοι,
γνωστοί και άγνωστοι,
κυλήστε σε πλατιά πομπή απ’ αυτή την πύλη.
Κι αυτός, ο ελεύθερος που κηρύττω,
ο άνθρωπος θα ‘ρθει,
πιστέψτε με
πιστέψτε το.

Β. Μαγιακόφσκι

 

 

image_print