Ένας μύθος της γαλλικής λογοτεχνίας, ένας τραγικός άνθρωπος που ονειρεύτηκε τον παράδεισο ζώντας στην επίγεια ζωή την κόλαση έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοέμβρη 1891 στην μικρή γαλλική πόλη Σαρλβίλ.
Ο Αρθούρος Ρεμπώ, η αέναη εφηβική μορφή των γαλλικών γραμμάτων, “ο ποιητής της εξέγερσης”, όπως τον ονόμασε ο Αλμπέρ Καμύ, ο συμβολιστής,ο αντισυμβατικός, ο πρωτοπόρος της μοντέρνας γαλλικής ποίησης, που μέχρι τα είκοσί του χρόνια, οπότε και εγκατέλειψε τη λογοτεχνία, είχε ταξιδέψει σε 13 διαφορετικές χώρες και έζησε ως εργοστασιακός εργάτης, παιδαγωγός, επαίτης, λιμενεργάτης, έμπορος, αργυραμοιβός καταρρίπτοντας όλους τους τύπους των αστικών συμβάσεων.
Ήταν αυτός που κατέρριψε τις φόρμες και τους περιορισμούς του κλασσικού μέτρου, που μέχρι τότε κυριαρχούσαν στη γαλλική ποίηση, που πρώτος χρησιμοποίησε τους ελεύθερους συνειρμούς καταργώντας τους φραγμούς της πραγματικότητας, που συμμετείχε στη λαϊκή εξέγερση της Κομμούνας του 1871 τραγουδώντας με επαναστατικό πάθος τον ηρωισμό των μαχητών στα οδοφράγματα του Παρισιού κι έπειτα θρηνώντας το τραγικό της τέλος με τους στίχους:” κι έτσι η Κομμούνα ερείπωσε και ο κόσμος ορφάνεψε..”, που μ όλη του την καρδιά πίστεψε και διακήρυξε ότι ο αληθινός ποιητής αποτελεί ένα είδος προφήτη, ικανού να εφεύρει το άγνωστο και να διαμορφώνει μία νέα πραγματικότητα. Ως χρέος του, αντιλαμβανόταν τη γνωριμία με τον εαυτό του, την καλλιέργεια του μυαλού και της ψυχής του με τελικό στόχο τη δημιουργία μιας «οικουμενικής γλώσσας».
“Καταραμένος” ποιητής και απορριπτέος στην εποχή του, μεγαλειώδης και μεγαλοφυής, ικανός να συνταιριάσει και να υπηρετήσει συγχρόνως ό,τι το πιο ακραίο, παραληρηματικό και άμετρο,τρυφερός και κτηνώδης, παράδεισος και κόλαση μαζί. Είπε ό,τι είχε να πει ως τα είκοσί του και μετά σώπασε για πάντα. Έφτασαν όμως αυτές οι δυο συλλογές που έγραψε για να κάνει ό,τι δεν μπόρεσαν ποιητές με έργο μιας ζωής. Να επηρεάσει τη σύγχρονή του ποίηση τόσο καθοριστικά, ώστε να θεωρηθεί ένας από τους μεγάλους της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Τον ονόμασαν ηγέτη του Συμβολισμού, θεμελιωτή και πατέρα του Μοντερνισμού, πρωτοπόρο του Υπερρεαλισμού και των συγγραφέων της μπητ γενιάς. Με το λογοτεχνικό του έργο, την περιπετειώδη ζωή του, τη σεξουαλική του αντισυμβατικότητα υπήρξε το αγαπημένο είδωλο των φοιτητών του Μάη του 68, ο επαναστατικός καλλιτέχνης, που επέδρασε όσο λίγοι στα λογοτεχνικά ρεύματα της ποίησης του 20ου αιώνα.
Φθινοπώριασε!
Φθινοπώριασε! – Προς τι όμως ο πόθος για παντοτινό ήλιο; Εμείς είμαστε στρατευμένοι στην ανακάλυψη του θείου φωτός. – Μακριά απ’ τους ανθρώπους που φθίνουν με τις εποχές.
Φθινόπωρο. Η βάρκα μας μετέωρη μες στην ασάλευτη ομίχλη επιστρέφει στο λιμάνι της δυστυχίας στην απέραντη πολιτεία με τον ουρανό λεκιασμένο από φωτιά και λάσπη. Κουρέλια που σαπίζουν. Μουσκεμένο στη βροχή ψωμί. Μέθη…μέθη…μέθη… Και χιλιάδες έρωτες που με σταύρωσαν. Δε θα σταματήσει πια αυτή η λάμια να εξουσιάζει εκατομμύρια ψυχές και σώματα νεκρών που θα αντιμετωπίσουνε τη θεία κρίση. Ο εαυτός μου… Κοιτάζω πάλι τον εαυτό μου. Κοιτάζομαι ξανά. Το δέρμα μου φαγωμένο από το πύο και την πανούκλα. Στα μαλλιά μου σκουλήκια και στην καρδιά μου παντού σκουλήκια. Ξαπλωμένος ανάμεσα σε άγνωστους χωρίς ηλικία, χωρίς αισθήματα… Θα μπορούσα να πεθάνω εδώ… Τι φριχτή ανάμνηση.
Σιχαίνομαι την κακομοιριά και ο χειμώνας με τις ανέσεις του με φοβίζει.
Καμιά φορά βλέπω στον ουρανό απέραντες ακτές. Πλημμυρίζουν από χαρούμενα έθνη ντυμένα στα λευκά. Από πάνω μου ένα μεγάλο χρυσό καράβι με τις πολύχρωμες σημαίες του. Να ανεμίζουν στην πρωινή αύρα. Επινόησα όλες τις γιορτές. Έζησα όλους τους θριάμβους. Όλα τα δράματα. Προσπάθησα να δημιουργήσω καινούρια λουλούδια. Καινούρια άστρα. Καινούρια σώματα. Καινούριες γλώσσες.
Πίστεψα ότι απέκτησα υπερφυσικές δυνάμεις. Και λοιπόν;
Πρέπει να θάψω μια για πάντα τη φαντασία μου και τις αναμνήσεις μου. Η μεγάλη δόξα του καλλιτέχνη έχει πάει περίπατο.
Θα ζητήσω συγγνώμη που έζησα μες στο ψέμα και φύγαμε.
Ούτε ένα αγαπημένο χέρι. Ούτε ένα; Πουθενά βοήθεια. Πουθενά;”