Για την ηδονή της προσφοράς μιλάει ο ποιητής. Το να προσφέρεις είναι πράγματι ηδονή; Δε μιλάμε για αγαθοεργίες και ελεημοσύνες. Δε μιλάμε για το περίσσευμα των καλοζωισμένων ψυχών. Δε μιλάμε για ηρωικές πράξεις που χαρίζουν τιμή και δόξα. Μιλάμε για την καθημερινή επαναλαμβανόμενη μικρή και μεγάλη προσφορά, που μπορεί και να μην έχει καν όνομα ή αιτία και αποτελεί όχι απλά ηδονή αλλά και όρο ζωής γι αυτόν που προσφέρει.
Μια τέτοια περίπτωση είναι η δασκάλα μου στη ζωγραφική, που χαρίζει σχέδια, ζωγραφιές, αγιογραφίες, πορτραίτα, καρτούλες, προσφέρει μαθήματα ζωγραφικής κι ότι σημαντικό ή ασήμαντο θα μπορούσε να φανταστεί κανείς. Δεν περνάει άνθρωπος από το σπίτι της χωρίς να φύγει με κάτι δικό της. Όταν ένα απόγευμα φεύγοντας από το σπίτι της της είπα ότι εγώ, που ποτέ δεν είχα ποτέ στη ζωή μου ιδιαίτερες φιλίες με κατοικίδια, τώρα στην τρίτη ηλικία μου ταΐζω πρωί-μεσημέρι-βραδύ έναν αλανιάρη κεραμιδόγατο δε με άφηνε να φύγω αν δεν έπαιρνα μαζί μου μια χούφτα σοκολατάκια για μένα και …μια κονσέρβα για το γάτο, που δεν ήταν καν “δικός μου”.
Τους είχε μελετήσει καλά, φαίνεται, τους ανθρώπους στο πάρε-δώσε η δασκάλα μου και γι αυτό από τα νιάτα της συνήθιζε να χαριτολογεί λέγοντας πως οι άνθρωποι κατάγονται είτε από την Πάρο (πάρω) είτε από την Τήνο (δίνω).
Σπουδή πάνω στο θέμα αυτό η “ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΩΤΗ“ του Αργύρη Χιόνη. Λίγες γραμμές οι στίχοι , που φτάνουν όμως για να νοιώσεις ότι αποτελούνε το απόσταγμα σκληρών βιωμένων στιγμών. Ότι αποτελούνε εμπειρία ζωής, γνώση κερδισμένη με πόνο, ωριμότητα που έρχεται μετά από επανειλημμένα χτυπήματα, από παθήματα που δε λένε όμως να γίνουνε μαθήματα. Και γιατί; Μα όταν έχεις μέσα σου αγάπη, αγάπη μόνο δίνεις. Όσο κι αν σε συνθλίβουν οι συνθήκες της ζωής, όση πίεση κι αν δεχτείς από συμπεριφορές άδικες κι ανάλγητες, αν είσαι άνθρωπος της αγάπης δεν μπορείς να απαντήσεις με μίσος, έχθρα κι εκδικητικότητα. Όπως πολύ παραστατικά το λέει ο Ντύερ από πορτοκάλι όσο και να το πιέσεις, όσο δυνατά και αν το στρίψεις δεν μπορείς να βγάλεις παρά μόνο χυμό πορτοκαλιού. Το ίδιο και οι άνθρωποι της αγάπης. Αγάπη και μόνο αγάπη βρίσκεις πίσω από κάθε πράξη προσφοράς και όχι μόνο προς το συγκεκριμένο παραλήπτη. Άνθρωποι που ζούνε μέσα σε κλίμα αγάπης, που οι σκέψεις τους είναι σκέψεις αγάπης, που δίνουν χωρίς όρους και προαπαιτούμενα, χωρίς απαίτηση για αντιπαροχές και ανταλλάγματα είναι καταδικασμένοι να συνεχίζουν να το κάνουν όσο κι αν γίνεται κάποιες φορές επώδυνο. Θες από επιλογή συνειδητή, θες από τυχαιότητα γονιδιακή το να δίνεις για κάποιους είναι μονόδρομος. Κι αφού η προσφορά δε γίνεται για κανενός είδους αντιπαροχή, ούτε για μια απλή αναγνώριση, ούτε καν για ένα ευχαριστώ, η μόνη “ηδονή” μας λέει ο ποιητής έρχεται από αυτή καθαυτή την πράξη της προσφοράς. Τη μόνη ανιδιοτέλεια που επιτρέπει στον εαυτό του είναι αυτή η ευχαρίστηση.
“Δεν κράτησα για μένα τίποτε άλλο από την ηδονή της προσφοράς. Μη μου την παίρνετε” Κραυγή απελπισίας αλλά και ελευθερίας. Γιατί όταν παύεις να ελπίζεις ακόμα κι αυτό το τελευταίο κι όμως δεν κάνεις πίσω, τότε έχεις απαλλαγεί από τα βαρίδια κάθε είδους και μορφής εξάρτησης και βαδίζεις στο δρόμο της συνειδητής και μοναχικής ελευθερίας.
Στίχοι που μπορούν και πυκνώνουν με τρόπο απλό βαθυστόχαστες και πικρά φιλοσοφημένες αλήθειες από έναν ποιητή που η ζωή δεν του χαρίστηκε καθόλου. Από μικρός στο μεροκάματο έβγαλε Νυχτερινό Γυμνάσιο, δούλεψε λαντζέρης, φορτοεκφορτωτής, μεταφραστής και πέθανε αγρότης σ’ ένα χωριό της Κορινθίας φυτεύοντας λαχανόκηπους κι οπωροφόρα. Σ όλη του τη ζωή όμως ξεκινώντας από τα δεκατρία του δεν έπαψε στιγμή να γράφει. Κι έγραφε με το δικό του μοναδικό τρόπο “κραυγάζοντας ήσυχα, απλά, σχεδόν ψιθυριστά.” Εύκολο πράγμα να κραυγάζεις ψιθυριστά; Ο ποιητής μας όμως διάλεγε τα δύσκολα, κι ας τα κανε να φαίνονται εύκολα. “Αόρατος πρέπει να είναι ο καταβληθείς μόχθος”, έλεγε. Σε μια εποχή βαθιάς παρακμής που κάθε είδους ναυάγια πλέουν παντού τριγύρω μας , αυτός ήξερε, πως δε χρειάζεται καράβι για να ναυαγήσεις, ούτε ωκεανός για να πνιγείς.
“Υπάρχουνε πολλοί που ναυαγήσαν μέσα στο κουστούμι τους μες στη βαθειά τους πολυθρόνα πολλοί που για πάντα τους σκέπασε το πουπουλένιο πάπλωμά τους.”
Κι αυτό δεν το καταδέχτηκε. Αρνήθηκε και το κουστούμι που σου φοράει το σύστημα για να ‘σαι αρεστός και την πολυθρόνα και το πουπουλένιο πάπλωμα που σου δίνουν για να σε βγάλουν από τη μάχη και να σε κάνουν απλό θεατή της ζωής. Και δεν μπορούσε να ναι αλλιώς για έναν άνθρωπο που οδοιπόρησε στη ζωή με τόση γλύκα και τρυφερή δοτικότητα για τον άλλον, με την ανιδιοτέλεια και τη δύναμη της αγάπης που έχει μόνο ένας αληθινός ποιητής . Γιατί η ποίηση γι αυτόν “διδάσκει γλώσσα, μέτρο, ρυθμό, αρμονία, αυτοσυγκράτηση, λιτότητα και πάνω απ΄ όλα ήθος. Ουσία ζωής, δηλαδή“.
ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΠΡΩΤΗ
Κρυώνατε
και σας έντυσα τα ρούχα μου·
πεινούσατε
και σας τάισα τις σάρκες μου·
διψούσατε
και σας πότισα το αίμα μου.
Κι όταν ντυθήκατε και χορτάσατε,
ζητήσατε τραγούδι
κι εγώ σας έδωσα τα κόκαλά μου
και τα κάνατε φλογέρες·
μα ήταν αδέξια τα χείλη σας
και το τραγούδι βγήκε
παγερό και πένθιμο
κι αρχίσατε να κλαίτε
και να βρίζετε…
Κι όμως
δεν κράτησα για μένα τίποτα
έξω απ’ την ηδονή
της προσφοράς.
Μη μου την παίρνετε.
Αργύρη Χιόνη