Όπου πατάς είναι βάλτος” ακούμε να λένε. Πόλεμοι, καταστροφές, πείνα, φτώχεια, ανεργία, επιδημίες, ναρκωτικά, βία, χίλιες αιτίες δυστυχίας, Κι αναρωτιόμαστε: πώς γίνεται ενώ συμβαίνουν αυτά, η τεράστια πλειοψηφία των ανθρώπων σ΄ όλο τον κόσμο που υποφέρει από τις επιπτώσεις του εγκληματικού κοινωνικού μας συστήματος να μην αντιδρά, να μην κάνει κάτι για να αλλάξει αυτό το σάπιο σύστημα; Κι όχι μόνο να μην προσπαθεί, αλλά μερικές φορές να το υπερασπίζεται κιόλας, σαν να είναι η μία και μοναδική επιλογή, σαν να μην ήταν ο άνθρωπος αυτός που άλλαξε το ένα μετά το άλλο τα κοινωνικά συστήματα από τότε που “βγάζει το ψωμί του με τον ιδρώτα του”.
Πριν αναρωτηθούμε εμείς προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το φαινόμενο και οι αρχαίοι σοφοί. Ο Πλάτωνας για παράδειγμα, με τη γνωστή αλληγορία του “Σπηλαίου των δεσμωτών” θεωρούσε ότι η πλειονότητα των πολιτών δε βλέπει την ουσία των πραγμάτων αλλά μια ψεύτικη εικόνα τους. Ζώντας σε μια σκοτεινή σπηλιά το μυαλό τους κατακλύζεται από ασυνάρτητους αντικατοπτρισμούς, από σκιές, από στρεβλά είδωλα της πραγματικότητας.
Περνώντας όλη τη ζωή τους μέσα στο σκοτάδι της άγνοιας οι άνθρωποι έχουν πειστεί σε τέτοιο βαθμό ότι αυτός ο παραμορφωμένος κόσμος, ο μοναδικός που έχουν γνωρίσει, είναι και ο μόνος αληθινός, που αν κάποιος προσπαθήσει να τους βγάλει από αυτό το ψέμα, να τους “λύσει από τα δεσμά τους και να τους θεραπεύσει από την πλάνη και την άγνοια” θα τον αντιμετώπιζαν χλευαστικά και εχθρικά. Η συνήθεια και η ψεύτικη αίσθηση ασφάλειας που αυτή δίνει παθητικοποιεί τον άνθρωπο και του παραμορφώνει την πραγματικότητα σε τέτοιο βαθμό, που προτιμά τα δεσμά από την ελευθερία, το ψέμα που συσκοτίζει την πραγματικότητα από τη γνώση της αλήθειας, την εθελοδουλία από τον αγώνα που οδηγεί στην αντιπέρα όχθη της πραγματικής ζωής.
Τον δέκατο έκτο αιώνα μπήκε το ερώτημα: “Πώς είναι δυνατόν τόσοι άνθρωποι, τόσες πόλεις, τόσα έθνη να ανέχονται ορισμένες φορές ένα τύραννο, ο οποίος δεν έχει παρά τη δύναμη εκείνη που αυτοί του δίνουν και ο οποίος δεν έχει την εξουσία να τους βλάπτει παρά μόνο στο βαθμό που οι ίδιοι το ανέχονται και ο οποίος δεν θα μπορούσε να τους προξενήσει κανένα κακό παρά μόνο αν οι ίδιοι δεν αγαπούσαν να υφίστανται τα πάντα από αυτόν παρά να του αντιλέγουν”.*
Από τότε αν και κύλησε πολύ νερό στο μύλο της ιστορίας της ανθρωπότητας, το ίδιο βασανιστικό ερώτημα συνεχίζει να υπάρχει. Πώς είναι δυνατόν οι λαοί να πορεύονται υποταγμένοι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα και μάλιστα να την υπερασπίζονται σφυρηλατώντας με την απραξία τους οι ίδιοι τις αλυσίδες τους; Σήμερα όμως δεν είναι οι φιλόσοφοι του Πλάτωνα εκείνοι που προσπαθούν να βγάλουν την ανθρωπότητα από τα δεσμά της άγνοιας και της δυστυχίας αλλά κάποια εκατομμύρια κοινών ανθρώπων που αγωνίζονται για να εφαρμοστεί μια άλλου τύπου και μορφής οργάνωση της κοινωνίας. Μέσα στον 20ο αιώνα έγινε μια πρώτη έφοδο στον ουρανό και η ανθρωπότητα γνώρισε έναν καλύτερο και δικαιότερο κόσμο. Σ’ αυτήν την προσπάθεια έγιναν λάθη. Αλλά κι αν τελικά ο στόχος δεν κερδήθηκε, κι αν η έφοδος έμεινε στη μέση, χαρτογραφήθηκε η πορεία που πρέπει να πορευτεί ο άνθρωπος για να κάνει τη ζωή του ανθρωπινότερη.
Όπου πατάς είναι βάλτος σήμερα. Μόνο που μέσα στον βάλτο έχουν δημιουργηθεί από την ίδια την πείρα αυτών που αγωνίζονται για ένα καλύτερο αύριο νησίδες νέας γνώσης, νέων αγώνων, νέας ελπίδας για μια σοσιαλιστική κοινωνία.
—–
*“Μετάβαση. Από τη δύναμη της συνήθειας στη διεκδίκηση της μαρξιστικής ουτοπίας”
Γιώργος Ρούσης. Εκδόσεις Τόπος, σελ. 33