“Τα πάντα ρει” δίδασκε ο υλιστής φιλόσοφος Ηράκλειτος. Ας ρίξουμε μια ματιά στην αγιογραφία του Μιχαήλ Δαμασκηνού (περίπου 1570 μΧ), που δείχνει τον ασκητή Άγιο Αντώνιο με τα έντονα χαρακτηριστικά και την αυστηρή έκφρασή του. Θα αναρωτηθεί κανείς: Τι δουλειά έχει η σοφή και πολύ προχωρημένη για την αρχαιότητα σκέψη του Ηράκλειτου με μια εικόνα που ιδεολογικά βρίσκεται ακριβώς στον αντίποδα του υλισμού. Και όμως έχει. Διότι και η εικόνα είναι μια εικαστική έκφραση που με τον καιρό αλλάζει. Τα πάντα αλλάζουν, διότι ο κόσμος αλλάζει, άρα αλλάζει και ο τρόπος που Ο κόσμος εκφράζεται. Κι αυτό φαίνεται ακόμη και από την πορεία της έκφρασης της θρησκευτικής “ακινησίας”.
Ας θυμηθούμε πως τα παλαιοχριστιανικά χρόνια οι εικόνες που διαδέχθηκαν τα χριστιανικά σύμβολα ήταν σχηματικές. Μέχρι την Αναγέννηση τα χαρακτηριστικά των προσώπων των αγίων δεν διέφεραν ουσιαστικά. Σκοπός ήταν τότε η απεικόνιση του αφηρημένου, του άυλου, του θείου. Η ανάπτυξη των τότε παραγωγικών δυνάμεων εκφράστηκε και σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Η τέχνη άρχισε να παίρνει ουσιαστικά ανθρωποκεντρικά χαρακτηριστικά. Οι τεχνικές που είχαν κληρονομήσει οι ζωγράφοι από την ελληνιστική εποχή άρχισαν να αντικαθιστούν την ακαμψία των απεικονιζομένων προσώπων. Το “σάρκωμα” δηλαδή ο φωτισμός, η προβολή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των προσώπων και των χεριών έπαιζαν ολοένα και πιο ουσιαστικό ρόλο στην εικόνα. Κι αυτό έδωσε μια νέα τροπή στη θρησκευτική ζωγραφική.
Στα έργα των μεγάλων μεταβυζαντινών ζωγράφων, όπως είναι ο Θεοφάνης ο Κρης, ο Μιχαήλ Δαμασκηνός και άλλοι ζωγράφοι της Κρητικής Σχολής που επηρεάστηκαν από την τέχνη της Αναγέννησης, παρατηρούμε πως η απόδοση του φωτός τόσο στα πρόσωπα όσο και στα ενδύματα είναι πια ουσιαστική. Η σχέση των φωτισμών μεταξύ τους εξυπηρετεί μια νέα αισθητική, που μέσα στον άγιο “βλέπει” τον άνθρωπο, που διατηρεί όμως τα χαρακτηριστικά του αγίου. Ενώ τα εικονιζόμενα πρόσωπα εξακολουθούν να μην έχουν σκιά επειδή θεωρούνται άυλα, οι σκιές στα ενδύματα στις πτυχές τους και στα αντικείμενα διατηρούν μεν τον “πλακάτο” χαρακτήρα τους αλλά δίνουν και μια νατουραλιστική αληθοφάνεια. Όλο αυτό το “σκεπτικό” που διαμορφώνεται στη μεταβυζαντινή τέχνη θα φτάσει ως τον 20 αιώνα μέσα από πολυδαίδαλες διαδρομές. Στο πρόσωπο επώνυμων αγιογράφων η βυζαντινή τεχνική θα εκφυλιστεί σε δυτικότροπη αποκτώντας ολοένα και περισσότερο νατουραλιστικά χαρακτηριστικά, ενώ μια άλλη ομάδα θα διατηρήσει μέχρι τις μέρες μας μέσω της αντιγραφής μια πιο “καθαρή” πλακάτη έκφραση.
Μελετώντας αυτά τα εικαστικά βήματα και αφομοιώνοντας τις τεχνικές των εικόνων αρκετοί Έλληνες του 20ου αιώνα, όπως ο Κόντογλου, ο Εγγονόπουλος, ο Τσαρούχης και άλλοι θα δημιουργήσουν τα δικά τους κοσμικά έργα, επαληθεύοντας ότι τίποτα δε μένει στάσιμο. Ακόμη και η ιδεολογική ακινησία μπορεί να “κινηθεί” και μάλιστα με τέτοιους ρυθμούς που να δώσει την εντύπωση πως πλησίασε το τέλος της δια χειρός έκφρασης,
Μετά την πορεία των “επαναστατών” της ζωγραφικής, όπως είναι ο Καντίνσκι, ο Μαλεβιτς, κ.α. Τα αδιέξοδα βοήθησαν στο να αναπτυχθεί η θεωρία περί του “τέλους της τέχνης”, που δεν ήρθε. Με βάση όμως την ιστορία της ανθρωπότητας και της τέχνης συμπεραίνουμε ότι δεν πρόκειται να έρθει. Η Μοντέρνα τέχνη αμφισβητήθηκε από τον Μεταμοντέρνα κι αυτή μολονότι εξακολουθεί να αποτελεί τρόπο εικαστικής έκφρασης πολλών καλλιτεχνών αμφισβητείται έντονα σήμερα καθώς οι μορφές έκφρασης εξελίσσονται παράλληλα με την εξέλιξη της κοινωνίας. Οι νέες κοινωνικές αλλαγές δημιουργούν έναν έντονο σκεπτικισμό που εκφράζεται μέσα από την διαρκώς εξελισσόμενη τέχνη.
Σήμερα παρατηρούμε ακόμη και στην “ορθόδοξη” βυζαντινή τέχνη ότι προστίθενται δυτικότροπες τεχνικές, οι οποίες αλλοιώνουν το θρησκευτικό πνεύμα. Μπορούμε άραγε να θεωρήσουμε ότι αυτές οι τεχνικές εκφράζουν μια τάση εξέλιξης ή είναι απλές κακοτεχνίες που οφείλονται σε ρηχή και ελλειπή μελέτη της Βυζαντινής Τεχνικής;
Το μέλλον θα δείξει. Το μόνο βέβαιο είναι ότι τα πάντα αλλάζουν. “Τα πάντα ρει” τόσο στη ζωή όσο και στην τέχνη: Οι άνθρωποι πρώτα αμφισβητούν το ξεπερασμένο και στη συνέχεια το ανατρέπουν.