“Τη Λευτεριά, τη Λευτεριά ως τα ύψη, τη Λευτεριά ως το θάνατο,
τη Λευτεριά ως τον Άδη”
Έτσι αγαπούσε με πάθος και άμετρο ενθουσιασμό όλες τις ευγενικές ιδέες και τα υψηλά ιδεώδη και οράματα αυτός ο απολλώνιας ομορφιάς γητευτής και οραματιστής, ο πληθωρικός και πολύχυμος, ο μέγιστος ποιητής – μαχητής της εθνικής Ελευθερίας, που γεννήθηκε σαν σήμερα στις15 Μαρτίου του 1884.
“Ήταν πολύ ωραίος και τόξερε, ήταν μεγάλος λυρικός ποιητής και τόξερε. Ήταν από το γένος των αητών και με το πρώτο τίναγμα των φτερών του έφτανε στην κορφή. Είχε αρχοντιά μεγάλη, σπάνια χάρη κι ευγένεια. Αν τον έβλεπες να μιλάει και να λάμπει έξαλλο το γαλάζιο του μάτι, καταλάβαινες πώς θάταν οι αρχαίοι ραψωδοί. Ο Σικελιανός είναι απ΄ αυτούς, που τιμάνε το ανθρώπινο γένος”. Είναι λίγα απ΄αυτά που γράφει ο Καζαντζάκης περιγράφοντας γλαφυρά αλλά και απόλυτα ρεαλιστικά τον ποιητή του πανανθρώπινου εμβατήριου: “Ομπρός! Με ορθή μεσούρανη της Λευτεριάς τη δάδα, ανοίγεις δρόμο Ελλάδα στον ΄Ανθρωπον, Ομπρός” αλλά και του πνευματικού εμβατήριου: “Ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ΄ την Ελλάδα, ομπρός βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!”
Το ιδανικό της ελευθερίας δεσπόζει σ΄ ολόκληρη τη δημιουργία του Σικελιανού. Είναι το οξυγόνο, που χωρίς αυτό ο άνθρωπος δε ζει. Είναι για τον ποιητή το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Έλληνα ανθρώπου. Και γι αυτό ο ελληνοκεντρικός και πανανθρώπινος Σικελιανός κάνει την ελευθερία βασική θέση της βιοθεωρίας του, κέντρο της πνευματικής δημιουργίας του.
Σε ώρες δύσκολες για τον τόπο, στα μαύρα χρόνια της κατοχής ο Σικελιανός υπεύθυνος πνευματικός άνθρωπος κατεβαίνει από το σκαλί του ποιητή-μύστη, πετάει κάθε ιδεαλιστικό κατάλοιπο και γίνεται ένα με το λαό του. Γίνεται ποιητής-οδηγητής στο δρόμο του χρέους και του αγώνα. Όταν πολλοί άλλοι το σκάνε για το Κάιρο, αυτός μένει και χωρίς να λογαριάσει κινδύνους και θυσίες σμίγει την ποίησή του με τον απελευθερωτικό αγώνα και τους σοσιαλιστικούς πόθους του λαού. Το 1941 εντάσσεται στο ΕΑΜ και γίνεται βάρδος και μπροστάρης και προπαγανδιστής. Γράφει ποιήματα αντιστασιακά, επαναστατικά με τίτλο “Ακριτικά”, τα οποία αντιγραμμένα και καλλιτεχνημένα με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου κυκλοφορούν παράνομα παντού. Υποφέρει όπως όλοι οι αγωνιστές του λαού και γυρίζοντας την πλάτη στη δυνατότητα να ζήσει με άνεση και ασφάλεια γράφει και δημοσιεύει σε ΕΑΜίτικα έντυπα συνεχώς και πυρετωδώς ποιήματα εμπνευσμένα από τη δημοτική μας ποίηση σε στίχους ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, που υμνούν τους νέους ακρίτες του ΕΑΜ- ΕΛΛΑΣ και την απελευθέρωση από κάθε είδους τυραννία κάθε ανθρώπου και κάθε λαού.
“…..Με τ΄ άργανα ελαφριά, βαριά
με το νοτιά με το βοριά
λαλάτε την τη Λευτεριά
για να γιομίσει τον αγέρα
πριν έβγει ο ήλιος νάμαστ΄ έτοιμοι
τη νέα να δούμε μέρα…
Στο “Άγραφον”, καθώς το φοβερό χειμώνα του 41 ο λαός πεθαίνει από την πείνα στους δρόμους της Αθήνας ο Σικελιανός προφητεύει ότι “Σιμώνει ένας αχός της Ιεριχώς σα να γκρεμίζονται τα κάστρα” κι αφουγκράζεται:
“Κι από τη βίγλα των λαών κι από τα δάση
χυμά μια απέραντη πνοή, πόχει βουή κι αντιβουή:
“Τόπο στη ζωή! Τόπο στη ζωή! Δεν αποπαίδισεν η πλάση!”
Και στο “Ελληνικό Νεκρόδειπνο”, όπου φίλοι και σύντροφοι του ζητούνε να δώσει φωνή στη νύχτα αυτός βλέποντας ψυχές αντρειωμένων ν΄ ανηφορίζουν να πιουν στου θάρρους την πηγή, φουσάτο ολόκληρο σηκώνεται από ζωντανούς και πεθαμένους για το θείο της λευτεριάς γιουρούσι. Συγχρόνως μαζί με άλλους ποιητές και στιχουργούς, γνωστούς και καταξιωμένους κι άλλους, που τα χρόνια της φωτιάς τους κάνουν ποιητές, δίνει στίχους και γράφει αντάρτικα επαναστατικά ποιήματα, που συντροφεύουν τους χαλκέντερους αγωνιστές στη ζωή, στις μάχες, στις μακρινές και δύσκολες πορείες τους, στο χορό και στο θάνατο..
Ήταν 27 Φλεβάρη του 1943, όταν πεθαίνει ο Παλαμάς. Στην κηδεία του παρ΄ όλες τις απαγορεύσεις και χωρίς κανένα δισταγμό, όταν οι ψαλμωδίες και τα θρηνητικά τροπάρια τελειώνουν και η θλίψη λεύτερη πνίγει το ηθικό και γονατίζει τις καρδιές, αυτός ωραίος, στητός, φλόγα ολόρθη εμπρός στην ωραία πύλη βροντοφωνάζει τον εγερτήριο παιάνα του “Ηχήστε οι σάλπιγγες”. Και είναι πολεμική κραυγή η θεεική φωνή του, που ξεσηκώνει τις ψυχές και αναπτερώνει τις συνειδήσεις. Και γίνεται και την ώρα αυτή ξανά ο οδηγητής κι ο εμπνευστής του βασανισμένου του λαού στη μάχη του για τη λευτεριά από την τυραννία. Ο Λουντέμης στο βιβλίο του “Ο Εξάγγελος” περιγράφει την ημέρα εκείνη: “Σαν είδαμε το πρωί τα πλήθη μείναμε άφωνοι. Πλήθη αμέτρητα, άπειρα, ανόμοια..Ο Λαός! Φορτώθηκε το αγέρωχο πένθος του, όπως ταίριαζε για ένα τέτοιο νεκρό, σε μια τέτοια ώρα, σε μια τέτοια πόλη. Είναι αδύνατο να περιγράψω αυτή τη θανή. Μου λύνονται οι αρμοί. Στην εξέδρα δίπλα στο φέρετρο σε μια στιγμή- σα χρησμός- ο Σικελιανός! Η φωνή του θαρρετή σαν την κόψη του σπαθιού την τρομερή, έσκισε την πένθιμη σιωπή:
“Ηχήστε σάλπιγγες..Καμπάνες βροντερές
δονήστε σύγκορμη τη χώρα πέρα ως πέρα…
Βογκήστε τύμπανα πολέμου…
Οι φοβερές σημαίες, ξεδιπλωθείτε στον αέρα!
Ρίγη προφητικά μας διαπέρασαν όλους. Οι τόνοι της φωνής του Σικελιανού ξεχύθηκαν εξαγγελτικοί ως κάτω στην πόλη, εισέβαλαν απ΄ τα Προπύλαια κι ανέβηκαν στην Ακρόπολη. Κι από κει…Ζήτω η Ελευθερία”
Αλλά και στην εκδήλωση για το Βαλαωρίτη, που οργανώνεται τον Αύγουστο του 1944 στο Ηρώδειο μπροστά στους Γερμανούς αξιωματικούς δε διστάζει να μιλήσει και ν΄ απαγγείλει τον αντάρτη “Αστραπόγιαννό” του .Οι μέρες, τα χρόνια της κατοχής της πατρίδας είναι μέρες δοκιμασίας για τον ποιητή. Και τις περνάει με αξιοπρέπεια και με ψηλά το κεφάλι μένοντας πιστός στα ιδεώδη και στον ανθρωπισμό του. Οι Εαμικές ιδέες του Σικελιανού δε λύγισαν ούτε με το Δεκέμβρη ούτε στα μαύρα χρόνια του Εμφυλίου. Στο επίγραμμά του “25 Μάρτη 1821-25 Μάρτη 1946” απευθύνεται στο ηρωικό 21 λέγοντας:
“ …Τί τώρα σμίγει το αίμα Σου
στην πιο πλατιά του κοίτη
μ΄ όσο αίμα χύθηκεν χτες και δες το
ξεχειλίζει να μπει ποτάμι ακράταγο
με τα ποτάμια τ΄ άλλα των λαών
ανθρωποθάλασσα της Ζωής σ΄ εσέ Δημοκρατία”
Τίποτα δε του συγχώρεσε απ΄ όλα αυτά η μεταπολεμική σκοταδιστική εξουσία. Και αν η πληθωρική ποίηση του Άγγελου Σικελιανού με τα ιδιότυπα χαρακτηριστικά της τον τοποθετεί όχι μόνο στην κορυφή του νεοελληνικού λυρισμού αλλά τον εντάσσει ισάξια και στη μεγάλη λυρική ευρωπαϊκή ποίηση, όσες φορές κι αν προτάθηκε επίσημα αυτός ο μεγαλόπνοος οραματιστής για το βραβείο Νόμπελ η αντίδραση με τους γνωστούς της κύκλους έβρισκε πάντα τρόπους να τορπιλίζει τη βράβευση. Και η Ακαδημία των Αθηνών για τους ίδιους λόγους και εξ αιτίας των αντιδράσεων των ίδιων ανθρώπων και του ίδιου ανάλγητου συστήματος αρνήθηκε την εκλογή του προτιμώντας να εκλέξει το Μάιο του 1951 αντί του Σικελιανού τον άχρωμο Σωτήρη Σκίπη.. Κι αυτό, γιατί όπως έγραψε ο Βάρναλης, “ είχε τη συνείδηση της ευθύνης του απέναντι στο έθνος, ως ένας από τους πνευματικούς του ηγέτες. Στάθηκε δίπλα στο λαό, που αγωνιζόταν για τη λευτεριά του. Τα τρανταχτά του ποιήματα, που κυκλοφορούσανε από χέρι σε χέρι δίνανε κουράγιο στο “δυστυχισμένο κι αγαπημένο του λαό, τον πάντα ευκολοπίστευτο και πάντα προδομένο”, όπως τον εθρήνησε ο Σολωμός. Κι αυτά του τα ποιήματα δώσανε στο Σικελιανό τον τιμημένο τίτλο του εθνικού ποιητή”.
Κι ακόμα, γιατί το έργο του “κρατάει σπαθί, κρατάει φωτιά, κρατάει διπλό πελέκι”, “κρατάει πάντ΄ ανοιχτά, πάντ΄ άγρυπνα τα μάτια της ψυχής” ώσπου
“κλαδιά μεγάλα ν΄ ανεβεί του ήλιου το αμπέλι
κι από παντού πουλιά κι ανθοί και λαοί να ξεκινήσουν,
καινούριου δέντρου της Ζωής τον ίσκιο να χαρούνε”
καθώς θά ρθει αυτή η ευλογημένη η ώρα, που
“ Ψεύτικοι θεοί πολλοί σαπίζουνε την πλάση
μ΄ αυτός ο θεός που ναι ο λαός θα μείνει πάντα
στη σαπισμένη γη να φέρει την υγειά της..
Καρδιά, παιδιά…και θ΄ απλωθεί ο Παράδεισος μια μέρα…”
ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ
Δεν είναι τούτο πάλεμα σε μαρμαρένια αλώνια
εκεί να στέκει ο Διγενής και μπρος να στέκει ο Χάρος
Εδώ σηκώνεται όλη η γη με τους αποθαμένους
και με τον ίδιο θάνατο πατάει το θάνατό της
Κι απάνω απάνω στα βουνά κι απάνω στις κορφές τους
φωτάει μεμιας Ανάσταση, ξεσπάει αχός μεγάλος.
Η Ελλάδα σέρνει το χορό ψηλά με τους αντάρτες
χιλιάδες δίπλες ο χορός, χιλιάδες τα τραπέζια
κι είν΄οι νεκροί στα ξάγναντα πρωτοπανηγυριώτες!
Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΝΤΑΡΤΗ
Ένα φεγγάρι εκρέμουνταν στην αγριελιά κλαμένο
προχτές που φέραν τέσσερις τον Βάγκο χτυπημένο
κι είχε μια αχνάδα η όψη του, μια μελανιά η θωριά του
μια αγριάδα του θανάτου
Μαζί τους κατηφόριζε κι ένα δροσάτο αγέρι
μια καλονιά απ τη Ρούμελη χλωμή σαν τ΄αγιοκέρι
Με λίγα αμίλητα παιδιά κομένα απ τα γιουρούσια
Τον στρώσανε σε ψηλόν οντά με τα φαντά σεντόνια
κι απ τα κονίσματα ψηλά σιγόσταζε η συμπόνοια
Κι ένα λουλούδι που άλαλο κούρνιαζε σαν το σπίνο
σκύβει να δει κι εκείνο
Τα παραθύρια σβήσανε κι απόμειναν κλεισμένα
μη δουν κεφάλια ξέπλεκα και μάτια δακρυσμένα
τ΄αστέρια που κατέβηκαν τούτα τα κρύα βράδια
για να φυλάξουν βάρδια
Θρηνολογά η κουφοξυλιά, δέρνονται τ΄αρμυρίκια
Κλαίν οι οξιές φύλλα χλωμά, κλαιντα γκρεμνά χαλίκια
Κι ένας τσομπάνος άπραγος με το ραβδί που εκράτα
δέρνει τρελά τα βάτα.
Τον είχε ο λόγγος σταυραητό, τα τρίκορφα γιορντάνι
Τον είχε η λεύκα ψυχογιό, τα διάσελα καπλάνι
Τον είχε η σύναξη αδελφό και το καπετανάτο φλουρί κωνσταντινάτο
Περνάν και τον θρηνολογούν, περνάνε και τον ραίνουν
Λυπητερά μαλώματα, κακιώματα του κρένουν
κι ο Βάγγος τους χαμογελά από το προσκεφάλι
σαν κόρη, που χει σφάλλει.
Διαβαίνουν οι γερόντισσες και χύνουν τα μαλλιά τους
Περνούν κι οι νιες και χύνουνε ρόδα τα μάγουλά τους.
Περνάει κι ο πικροχάροντας κι απ τ΄άτι ξεπεζεύει
ο Βάγγος για ν΄ανέβει
ΒΙΓΛΑΤΟΡΑΣ
Βαρέθηκα να γεύομαι του λιοπυριού τα πάθια
τις λάβρες του χινόπωρου, του χειμωνιού τ΄αγιάζι
Γιόμισε αρμύρα ο κόρφος μου και κουρνιαχτό η θωριά μου
Βάρυνε η κάπα μου απλυσά και τα σκουτιά μου λάσπη
Θέλω κλινάρι σπιτικό , μιντέρι παπουλένιο
Θέλω ψωμί απ τη μάνα μου, νερό απ την αδελφή μου
καμώματα απ τις λυγερές κι ορμήνιες απ τους γερόντους
……………………………………………………………………………….
Αχ χίλια “θέλω” θέλω εγώ κι ένα μπορώ δεν έχω
Τι έχω δουλειά στα διάσελα, δουλειά στ΄ απανωκόρφια
φυλάω τ΄ απάτητα βουνά μη μας τα διαγουμίσουν
Φυλάω τα καραούλια μας απ του κιοτή το μάτι
και την ανάβρα του νερού μην τη μολέψει ο σκύλος
τηράω ζερβά, τηράω δεξά, τηράω τα μπρος- τα πίσω
Μην κάνουν τον ανήφορο του κάμπου οι πουλημένοι
έχω δουλειά κάμπε μ΄ πικρέ, έχω χουσμέτι ακόμη.
Θερίζω και βωλοκοπώ την ξενική τη φύτρα
και βοτανάω τον τόπο μου απ΄ τα πικρά τ΄ αγκάθια
Πρέπει να μάσω φρύγανα να κάψω την πανούκλα
Ν ανοίξω στράτα γιορτινή να ροβολήσει ο αντάρτης
Να στρώσω και χρυσό θρονί να κάτσει η Λευτεριά μας.
ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ
Το ποίημα είναι γραμμένο το 1945, τότε που η χώρα μας μόλις είχε βγει από τη δοκιμασία του πολέμου και της κατοχής. Ο λόγος του ποιητή, έκφραση της μεγάλης έγνοιας του για τη μοίρα του τόπου και του λαού, αποτελεί σάλπισμα αγωνιστικό για την ανόρθωση της Ελλάδας.
«Ομπρός· βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω απ’ την Ελλάδα·
ομπρός, βοηθάτε να σηκώσουμε τον ήλιο πάνω από τον κόσμο!
Τι, ιδέτε εκόλλησεν η ρόδα του βαθιά στη λάσπη,
κι α, ιδέτε, χώθηκε τ’ αξόνι του βαθιά μες στο αίμα!
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος·
σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα.
Δέστε, ακουμπάμε απάνω του ομοαίματοι αδερφοί του!
Ομπρός, αδέρφια, και μας έζωσε με τη φωτιά του
ομπρός, ομπρός, κι η φλόγα του μας τύλιξε, αδερφοί μου!
Ομπρός, οι δημιουργοί!… Την αχθοφόρα ορμή Σας
στυλώστε με κεφάλια και με πόδια, μη βουλιάξει ο ήλιος!
Βοηθάτε με κι εμένανε, αδερφοί, να μη βουλιάξω αντάμα…
Τι πια είν’ απάνω μου και μέσα μου και γύρα,
τι πια γυρίζω σ’ έναν άγιον ίλιγγο μαζί του!…
Χίλια καπούλια ταύροι τού κρατάν τη βάση·
δικέφαλος αϊτός, κι απάνω μου τινάζει
τις φτερούγες του και βογγάει ο σάλαγός του
στην κεφαλή μου πλάι και μέσα στην ψυχή μου,
και το μακρά και το σιμά για με πια είν’ ένα!…
Πρωτάκουστες, βαριές με ζώνουν Αρμονίες! Ομπρός, συντρόφοι,
βοηθάτε να σκωθεί, να γίνει ο ήλιος Πνέμα!
Σιμώνει ο νέος ο Λόγος π’ όλα θα τα βάψει
στη νέα του φλόγα, νου και σώμα, ατόφιο ατσάλι…
Η γη μας αρκετά λιπάστηκε από σάρκα ανθρώπου…
Παχιά και καρπερά, να μην αφήσουμε τα χώματά μας
να ξεραθούν απ’ το βαθύ τούτο λουτρό του αιμάτου,
πιο πλούσιο, πιο βαθύ κι απ’ όποιο πρωτοβρόχι!
Αύριο να βγει ο καθένας μας με δώδεκα ζευγάρια βόδια
τη γην αυτή να οργώσει την αιματοποτισμένη…
Ν’ ανθίσει η δάφνη απάνω της και δέντρο ζωής να γένει,
και η Άμπελος μας ν’ απλωθεί ως στα πέρατα της Οικουμένης…
Ομπρός, παιδιά, και δε βολεί μονάχος του ν’ ανέβει ο ήλιος…
Σπρώχτε με γόνα και με στήθος, να τον βγάλουμε απ’ τη λάσπη·
σπρώχτε με στήθος και με γόνα, να τον βγάλουμε απ’ το γαίμα·
σπρώχτε με χέρια και κεφάλια, για ν’ αστράψει ο ήλιος Πνέμα!»
Άγγελος Σικελιανός